Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Το σποράκι ( flash fiction διήγημα)


τ



Το σποράκι 


Τον συνάντησε τη νύχτα που μανιασμένοι στρατιώτες έσπαγαν τις πόρτες και βίαζαν τα κορίτσια πριν τα αποτελειώσουν με τις ξιφολόγχες. Ήταν ένας από αυτούς αλλά δεν ήταν ίδιος με αυτούς. Την άρπαξε από τα χέρια ενός εξαγριωμένου όχλου που την έσερνε προς τους γκρεμισμένους τοίχους μιας αποθήκης. Έφραξε με το σώμα του το δρόμο σε αυτούς που ζητούσαν να την πάρουν πίσω .Ήταν όμορφη, ήταν νέα και ήταν το τρόπαιό τους.
- Δίψασαν το βράδυ στο καταφύγιο όταν από πάνω βροντούσαν οι βόμβες των δικών της. Αυτή έβγαλε από τον κόρφο της ένα ροδάκινο μεινεμένο από τον καιρό της ξενοιασιάς. Το μοιραστήκαν στα δυο . Ένα μονάχο ροδάκινο.
-Θα κρατήσω το σποράκι για γούρι.της είπε γελώντας και το έβαλε στην τσέπη του τζάκετ κι όταν περάσουν οι ώρες της οργής θα ξαναγυρίσω.
Τον έχασε την επόμενη όταν οι δικοί της πήραν πίσω την πόλη.

Χρόνια πολλά μετά είδε μια ροδακινιά έξω από τη μάντρα του νεκροταφείου. Ήταν φορτωμένη ώριμους καρπούς.
-Δεν ξέρω πως φύτρωσε μα μεγαλώνει γρήγορα γιατί τρώει από τους νεκρούς του εχθρού,είπε ο φύλακας. Δίπλα στη μάντρα τους χώσανε με τη μπουλντόζα τη μέρα που πήραμε πίσω την πόλη.

-Εδώ ήσουν τόσον καιρό λοιπόν ;
Αγκάλιασε τη ροδακινιά και χάιδεψε με στοργή το λείο κορμό της. Ο φύλακας κοίταζε παράξενα. Εχει γεμίσει από σαλεμένους πια ο τόπος… συλλογίστηκε και προχώρησε στη δουλειά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου