Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Ομιλία Γεωργίου Μαυροειδή στο Κρυονέρι Μεσσηνίας. Επέτειος τουρκικής εισβολής 1974 στην Κύπρο

Σεβασμιότατε!
Κύριοι εκπρόσωποι των σωμάτων ασφαλείας ,της πολιτείας και του Δήμου.
Αγαπητοί συγγενείς των νεκρών και αγνοουμένων και παλαίμαχοι πολεμιστές.
Αγαπητοί φίλοι.



Ήταν ξημέρωμα Σαββατου της 20ης Ιουλίου του 1974 όταν τη γαλήνη του καλοκαιρινού πρωινού  τάραξε ο θόρυβος από κινητήρες αεροπλάνων .
Όσοι από τους  κατοίκους της Λευκωσίας κοίταξαν προς το ύψωμα του Κιόνελι  -μια  οχυρωμένη περιοχή που κατοικούσαν Τουρκοκύπριοι – είδαν βαριά μεταγωγικά αεροπλάνα Dacota να αδειάζουν το φονικό τους φορτίο .Σε λίγο  ο ουρανός γέμισε αλεξίπτωτα και πάνοπλοι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές  έπεσαν στα χωράφια γύρω από το Τούρκικο χωριό ώστε να ενισχύσουν τη δύναμη του Τουρκοκυπριακού θύλακα  .
Την ίδια ώρα μακρινές βροντές ακούστηκαν πίσω από τον Πενταδάχτυλο. Ήταν τα κανόνια  των Τούρκικων πολεμικών πλοίων και οι  βόμβες των αεροπλάνων που βομβάρδιζαν τις Ελληνικές θέσεις γύρω από την Κερύνια.
Οι Τούρκοι έκαναν απόβαση στην ακτή Πεντεμίλι. Ο Αττίλας Ι είχε ξεκινήσει.

Χιλιάδες άνθρωποι δολοφονήθηκαν τις επόμενες μέρες και μήνες ,γυναίκες  και άμαχοι  κακοποιήθηκαν   και  εκατοντάδες χιλιάδες εκπατρίστηκαν από τη Γη και τα χωριά τους και έγιναν πρόσφυγες στα ελεύθερα μέρη της Κύπρου.

Η Ελληνική δύναμη Κύπρου η ΕΛΔΥΚ , η Εθνοφρουρά που στελεχωνόταν από Κύπριους στρατιώτες και Ελλαδίτες αξιωματικούς   οι καταδρομείς και άλλες μονάδες ανέλαβαν το καθήκον να προτάξουν τα στήθια τους στον εισβολέα και να υπερασπιστούν το έδαφος και τον πληθυσμό. Ηρωικές σκηνές εξελίχθηκαν πάνω στα υψώματα του Κιονελι ,στο στρατόπεδο της Ελδυκ , στις ακτές τις Κερυνιας και αλλού από αξιωματικούς και στρατιώτες πολλοί από τους οποίους βρίσκονται ανάμεσά μας σήμερα ,ενώ άλλοι μας θωρούν από την αιωνιότητα αφού εκείνες τις μέρες έπεσαν και οι πρώτοι νεκροί .
Μα  οι Τούρκοι κατάφεραν και εγκατέστησαν προγεφύρωμα στο Εξαμίλι που σταδιακά το ένωσαν με το Κιόνελι και άρχισαν να αποβιβάζουν πεζικό και τεθωρακισμένα εκμεταλλευόμενοι μονόπλευρα την κατάπαυση του πυρός.  Οι Έλληνες αγωνίστηκαν με μόνο οπλο το κουράγιο τους και  τον απηρχαιωμένο οπλισμό τους.




Από την δεύτερη  μέρα της Τουρκικής απόβασης σχεδιάστηκε η αποστολή βοήθειας στους αγωνιζόμενους στην Κύπρο.
Ο τραγικός κλήρος της θυσίας έπεσε στην Α Μοίρα καταδρομών που έδρευε στο Μάλεμε της Κρήτης. Σε αυτή τη μοίρα ανήκε και ο πατριώτης μας από αυτό εδώ το χωριό τη Σαρακινάδα , ο Παναγιώτης Γιαννόπουλος.
Ο Λοκατζήδες της Α Μοίρας  με τα δόντια σφιγμένα μπροστά στο επικείμενη συνάντηση με τη μάχη και το θάνατο επιβιβαστήκαν στα 20 μεταγωγικά Νοράτλας που τα πιλοτάριζαν εξίσου γενναίοι πιλότοι και αξιωματικοί της αεροπορίας.
Στη διαδρομή το αεροσκάφος αντηχούσε από τα τραγούδια  και στα μάτια των παλικαριών έλαμπε η αποφασιστικότητα, ήθελαν  να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους στη μάχη και να εφαρμόσουν εκείνα που ως μονάδα καταδρομών είχαν διδαχτεί με πολύν ιδρώτα στην εκπαίδευση.
Μα δεν ήταν γραφτό  για όλους να πατήσουν  ξανά το πόδι τους στη Γή.   

Όταν  τα ξημερώματα ,τα αεροπλάνα προσέγγισαν τον διάδρομο προσγείωσης της Λευκωσίας , καταιγισμός πυρών συντάραξε τη νύχτα ,τη νύχτα  που έγινε μέρα  από τις  λάμψεις των τροχιοδεικτικών και τις εκρήξεις των αντιαεροπορικών που έσκαζαν  γύρω από τα αεροπλάνα.

Τα βλήματα διαπερνούσαν τα τοιχώματα του αεροπλάνου και θέριζαν  τα κορμιά των  παλικαριών που έβρισκαν το θάνατο με το όνομα της πατρίδας στα χείλη.
Κάποια στιγμή το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε ο Ανθυπασπιστής Γιαννόπουλος και άλλοι καταδρομείς και πιλότοι άρπαξε φωτιά ,εξερράγη και κατέπεσε διαλυμένο σε συντρίμμια - ένα οι σάρκες με τα σίδερα.
Η τύχη τα έφερε κι επέζησε μόνο ένας από τους καταδρομείς ο οποίος μας μετέφερε το κλίμα μέσα στο ιπτάμενο φέρετρο μέχρι και την τελευταία στιγμή λίγο πρίν την έκρηξη.

Ας είναι αιώνια η μνήμη τους Καταδρομείς  και των αεροπόροι  που συνειδητά πήγαν  να σκοτωθούν για την προάσπιση της ζωή και της τιμής των Κυπρίων συμπατριωτών.

Τις επόμενες μέρες μέσα στην ανακατωσούρα  του πολέμου και τους καπνούς της μάχης τα σώματα ετάφησαν χωρίς  την πρέπουσα φροντίδα σε ένα κοινό τάφο μαζί με τα συντρίμμια του αεροπλάνου. Μόνο τελευταία  -μετά από πολλά χρόνια -τα λείψανα του Παναγιώτη Γιαννόπουλου και άλλων ταυτοποιήθηκαν και μεταφέρθηκαν στον πάτρια γη ,στο αγαπημένο του χωριό  συντροφιά   στη βασανισμένη μάνα του που για   χρόνια δεν είχε την ελάχιστη αλλά  λυτρωτική δυνατότητα να ανάψει ένα κερί ,να κάψει ένα θυμιατό στον τάφο παιδιού της.

Αναπαύσου  εν ειρήνη Παναγιώτη Γιαννόπουλε!
Ότι πολυτιμότερο είχες –τη μια ,τη μοναδική ζωή σου, τη ζωή των είκοσι χρόνων σου-την έδωσες. Τη χάρισες σε εμάς στην πατρίδα στην ελευθερία. Σε εμάς μένει να πράξουμε έτσι ώστε να μην πάει στράφι η  υπέρτατη προσφορά σου.
Να διατηρήσουμε τον τόπο μας  ελεύθερο και να δώσουμε τον αγώνα  ώστε να εκπληρωθεί και ο πόθος των Κυπρίων αδελφών μας για μια ελεύθερη ενιαία Κύπρο χωρίς την αποπνιχτική θηλιά του Αττίλα.

Γιατί το αγαθό της ελευθερίας δεν είναι αυτονόητο ούτε χαρίζεται σε κανέναν, θέλει «Αρετή και Τόλμη η Ελευθερία» όπως έγραψε ο ποιητής  (Κάλβος)  και όταν καίγεται  το σπίτι του αδελφού  -εν προκειμένω των Κυπρίων αδελφών μας-και βιάζονται τα δίκαια του, να σαι σίγουρος θα’ρθει η ώρα που θα προσβληθεί και το δικό σου σπίτι .

Είναι μεγάλο πράγμα να έχει κάνεις ελεύθερη πατρίδα ,ένα τόπο να σταθεί και να χτίσει το μέλλον το δικό του και των παιδιών του ,να εκφράσει ελεύθερα τις ιδέες του και να ασκεί τις παραδόσεις του. Ας κοιτάξουμε γύρω μας τώρα και στο παρελθόν ποια ήταν η τύχη των λαών που βρέθηκαν στο διάβα της ιστορίας χωρίς δική τους πατρίδα. Οι Αρμένιοι ,οι Κούρδοι και τόσοι άλλοι ,ακόμα κι εμείς οι Έλληνες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και οι Ελληνικοί πληθυσμοί  των ποντίων που παρέμειναν μέσα στο Οθωμανικό κράτος μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 ήταν πάντα έρμαια στις διαθέσεις του δυνάστη τους.

Τον Αύγουστο  ξεκίνησε ο δεύτερος Αττίλας που κατέληξε στην κατοχή του 38% του εδάφους της Κύπρου απο τον Τουρκικό στρατό .Οι Τούρκοι ενισχυμένοι με άρματα πεζικό και με αεροπορία επιτέθηκαν σε ολους τους τομείς.Και τότε οι Έλληνες στρατιώτες έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους και πολέμησαν μέχρι  που δεν είχε πια νόημα η αντίσταση.
Απο 14 εως 16 Αύγουστου γράφτηκε με αίμα και σίδερο η εποποιία της ΕΛΔΥΚ. Για τρείς μέρες τα παιδιά της ΕΛΔΥΚ στάθηκαν ακλόνητοι  με λιανοτούφεκα  Μ1 απέναντι στα τεθωρακισμένα του εχθρού με μόνο όπλο το θάρρος τους. Σε μια από αυτές τις μάχες του Αυγούστου ,χάθηκε και δεύτερος πατριώτης μας ο Παναγιώτης Ηλιόπουλος. Ο Παναγιώτης  Ηλιόπουλος γεννήθηκε στο διπλανό Αρτίκι και τελειώσε το σχολείο στην Κυπαρισσία. Είχε την ειδικότητα του πολυβολητή και  έπεσε πολεμώντας   στις 16  Αυγούστου στη μάχη του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ.  Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ και κατά τις πληροφορίες που έλαβαν οι δικοί του από άλλους επιζώντες μάλλον απανθρακώθηκε από την κόλαση φωτιάς των βομβών Ναπάλμ που έκαναν θερμοκρασίες τόσο υψηλές  που έλιωναν  ακόμα και τα μεταλλικά μέρη της στολής των νεκρών.
Εκείνες τις πικρές ημέρες  του Αυγούστου  αποδεκατίστηκε η Ελδύκ και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Έλληνες στρατιώτες. Το πόσο σκληρά πολέμησαν, φαίνεται από τις απώλειες.83 νεκρούς και αγνοούμενους σε σύνολο  318 ανδρών είχε η φρουρά του στρατοπέδου.

Μόνο τέσσερεις επέζησαν από τους 20 άνδρες του λόχου μηχανικού της μαζί στο θάνατο  και ο λοχαγός τους  ο Σταυριανάκος  μαζί και ο υποδιοικητής τους.
Έγραψε ο τοτε υποδιοικητής ,Αντισυνταγματάρχης Σταυρουλόπουλος ο οποίος πέθανε πρίν από δυο μήνες.

Η μάχη του στρατοπέδου της Ελδύκ ήταν μάχη σώμα με σώμα όπου γραφείς ,ταχυδρομικοί ,μάγειροι ,οδηγοί έδειξαν ότι ανεξαρτήτως ειδικότητας ο Έλλην στρατιώτης υπερέχει παρασάγγας σε ηρωισμό .
Όμως όλα έχουν τα όριά τους και αυτά τα όρια ξεπεράστηκαν προ πολλού.



Απευθυνόμενος στους επιζώντες πολεμιστές  και τραυματίες:
Τιμημένοι επιζώντες πολεμιστές της Κύπρου ,Ελδυκάριοι , καταδρομείς Εθνοφρουροί .
Είναι λυπηρό το ότι οι ιθύνοντες αυτού του τόπου  για πολλά χρόνια σας  περιφρόνησαν ,  προσπάθησαν  να κρύψουν  ποιος ξέρει για ποιες σκοπιμότητες τον ύστατο αγώνα σας και την προσφορά σας  .

Η πατρίδα δεν σας έδωσε αμοιβή ηθική και υλική αντάξια  της δικής σας προσφοράς. Γιατί προσφέρατε τα πολύτιμα νιάτα σας και την υγεία σας σωματική και ψυχική. Δυστυχώς αυτή είναι  διαχρονικά η μοίρα των γενναίων.
Η θυσία σας όμως κι εσάς και αυτών που έμειναν για πάντα εκεί  και λίπαναν το δέντρο της ελευθερίας  Κυπριακή  με το σώμα τους δεν πήγε χαμένη. Θα έρθει η ώρα που  το όνομά σας θα γραφτεί για πάντα με ανεξίτηλα γράμματα στις δέλτους της ιστορίας δίπλα στους μαχητές του Μανιακίου , δίπλα στους μαχητές του Μεσολογγίου και των Ψαρών γιατί κι αυτοί  δεν «λάκησαν» παρά στάθηκαν στον προμαχώνα   εγκαταλειμμένοι  και έδωσαν μέχρι τέλους τον αγώνα τους.

Όσο υπάρχετε εσείς  μαχητές της Κύπρου Ελλαδίτες και Κύπριοι είστε ζωντανά παραδείγματα για το ότι  οι ήρωες δεν είναι μονάχα πλάσματα της φαντασίας των λογοτεχνών ούτε υπάρχουν μόνο στα παραμύθια .Ήρωες υπήρξαν στην αληθινή ζωή , υπάρχουν και σήμερα ,άνδρες  και γυναίκες ,ικανοί να θυσιάζουν τα πάντα έτοιμοι  ακόμα και πεθάνουν ,για μια ιδέα .Την ιδέα της ελεύθερης πατρίδας .

Γιατί την ώρα που άλλοι μηχανογραφούσαν και σχεδίαζαν το πολιτικό τους μέλλον και την ταχτοποίηση τους, την ίδια εκείνη  την ώρα ,εσείς δίνατε την ύστατη μάχη, ισορροπούσατε ανάμεσα στην αρχέγονη ανάγκη του κάθε ζωντανού οργανισμού επιβίωση  και στο οδυνηρό καθήκον. Αγνοήσατε τη δελεαστική φωνή   που την ώρα της μάχης διατάζει: φύγε φύγε να σωθείς  και ακολουθήσατε τη φωνή του καθήκοντος που ψιθύριζε :
Μείνε !Πολέμα  κι ας  πεθάνεις .

Εικοσάχρονα παιδιά  που σας πήραν   από το χωράφι, απο τη σχολή, ,από τη δουλειά ,από  ξενοιασιά της παρέας για  να πολεμήσετε σε τόπο μακρινό  μέσα  σε ένα μπαρουτοκαπνισμένο όρυγμα, σώζοντας τη τιμή μιας πατρίδας που σας ξέχασε .Και ύστερα  ,όσοι γλιτώσατε ,με  φρέσκες  ακόμα τις πληγές  στην καρδιά και στο κορμί συνεχίσατε όρθιοι τη ζωή  χωρίς μεμψιμοιρίες.
Για αυτό είστε διπλά ήρωες .
Μένει εμείς  υπόλοιποι να εξοφλήσουμε το δικό μας χρέος απέναντί σε σας  κι απέναντι και σε εκείνους που δεν γύρισαν ποτέ  πίσω.

Έρρωσθε γενναίοι!

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Διαγώνισμα Φυσικής (flash fiction διήγημα)

Ο Γέρος (flash fiction διήγημα)



Ο  Γέρος 


Η φωτιά ξεκίνησε μάλλον από βραχυκύκλωμα στο καινούριο ψυγείο.
Μέσα σε λίγα λεπτά το σπίτι έγινε κάρβουνο, έμειναν μόνο οι πέτρινοι τοίχοι και μερικά χοντρά δοκάρια που σιγόκαιγαν.
Ο γέρος το έμαθε τελευταίος όταν κατέβηκε από τα βοσκοτόπια της Πεντέλης τραβώντας ανέμελος ένα τραγί .
Κοίταξε τα εγγόνια ,τις νύφες, τους γείτονες που μοιρολογούσαν γύρω από τους καρβουνιασμένους κόπους του και έβγαλε από τη κωλότσεπη την ακονισμένη λάμα που έσερνε πάντα μαζί του στο βουνό.
 Έσφαξε το τραγί στο γόνατο και πρόσταξε:
-Ψήστε το εδώ, στα καμένα. Δεν κλαίμε για τελειωμένα πράματα. Από αύριο αρχίζουμε ξανά.
 Έστριψε αργά τσιγάρο ,άναψε από ένα πορτόφυλλο που σιγόκαιγε και φύσηξε με βία τον καπνό κατά τα φώτα της Αθήνας που έλαμπαν αδιάφορα στον ορίζοντα.



*Η συγκεκριμένη ιστορία εχει ως βάση πραγματικό γεγονός που συνέβη περι το 1980 σε αρβανιτοχώρι της Αττικής


Το σποράκι ( flash fiction διήγημα)


τ



Το σποράκι 


Τον συνάντησε τη νύχτα που μανιασμένοι στρατιώτες έσπαγαν τις πόρτες και βίαζαν τα κορίτσια πριν τα αποτελειώσουν με τις ξιφολόγχες. Ήταν ένας από αυτούς αλλά δεν ήταν ίδιος με αυτούς. Την άρπαξε από τα χέρια ενός εξαγριωμένου όχλου που την έσερνε προς τους γκρεμισμένους τοίχους μιας αποθήκης. Έφραξε με το σώμα του το δρόμο σε αυτούς που ζητούσαν να την πάρουν πίσω .Ήταν όμορφη, ήταν νέα και ήταν το τρόπαιό τους.
- Δίψασαν το βράδυ στο καταφύγιο όταν από πάνω βροντούσαν οι βόμβες των δικών της. Αυτή έβγαλε από τον κόρφο της ένα ροδάκινο μεινεμένο από τον καιρό της ξενοιασιάς. Το μοιραστήκαν στα δυο . Ένα μονάχο ροδάκινο.
-Θα κρατήσω το σποράκι για γούρι.της είπε γελώντας και το έβαλε στην τσέπη του τζάκετ κι όταν περάσουν οι ώρες της οργής θα ξαναγυρίσω.
Τον έχασε την επόμενη όταν οι δικοί της πήραν πίσω την πόλη.

Χρόνια πολλά μετά είδε μια ροδακινιά έξω από τη μάντρα του νεκροταφείου. Ήταν φορτωμένη ώριμους καρπούς.
-Δεν ξέρω πως φύτρωσε μα μεγαλώνει γρήγορα γιατί τρώει από τους νεκρούς του εχθρού,είπε ο φύλακας. Δίπλα στη μάντρα τους χώσανε με τη μπουλντόζα τη μέρα που πήραμε πίσω την πόλη.

-Εδώ ήσουν τόσον καιρό λοιπόν ;
Αγκάλιασε τη ροδακινιά και χάιδεψε με στοργή το λείο κορμό της. Ο φύλακας κοίταζε παράξενα. Εχει γεμίσει από σαλεμένους πια ο τόπος… συλλογίστηκε και προχώρησε στη δουλειά του.

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

Το σιδερένιο γένος κεφάλαιο 1ο


Περίληψη .
7ος αιώνας π.χ.Λίγο πριν τον δεύτερο Μεσσηνιακο πόλεμο.

Την τελευταία μέρα του θέρου σε ένα σπαρτιατικο αγροκτημα της Μεσσηνίας.Ο Εμπέραμος ο γιός του ιδιοκτήτη του αγροκτήματος βιάζει τη Φανώ εγγονή του Δαμάτριου αρχηγού των ειλώτων.Το βράδυ στη μεγάλη γιορτή που γινόταν στα αγροκτήματα με το τέλος του θερισμού, ο Δάμων αδελφός του Αριστομένη -του γενναιότερου των μεσσηνίων-μεθυσμένος κάνει 
επαναστατικά κηρύγματα  .Το πρωί οι Σπαρτιάτες εισβάλουν στην καλύβα της οικογένειες και βασανίζουν τον Αριστομένη τη μητέρα του  Νικοτέλεια και  τον Νικομήδη πάτερα του Αριστομένη.Ο Δάμων έχει διαφύγει στην Αρκαδία, από εκεί θα φτάσει στην Ρόδο.Στην προσπάθεια επίλυσης της έντασης εμπλέκεται ο γερο Δαμάτριος ο οποίος δολοφονείται από τον Ευδαμιδα τον κύριο του κτήματος.
Μερικούς μήνες μετά η Φανώ φέρνει στον κόσμο το παιδί  (νόθο του Εμπέραμου) που με συμφωνία του πατέρα της Φανώς και του Ευδαμίδα εγκαταλείπεται  (εκτίθεται) στο Καρνάσιο άλσος.

Το βρέφος το διασώζει ο Πρόκλος ένας παράξενος βοσκός από την  Λυκόσουρα της Αρκαδίας που ζει απομονωμένος από την κοινωνία γιατί κατά τη διάρκεια μιας μυστικής τελετής στο Λύκαιον Όρος έφαγε κρέας θυσιασμένου βρέφους και όλοι πίστευαν οτι είχε αποκτήσει την ιδιότητα να μεταμορφώνεται σε λύκος .Το υιοθετεί, το ανατρέφει σύμφωνα με τις δικές του αρχές , το μαθαίνει τα μυστικά της ζωής του βοσκού και το συμφιλιώνει με τα  παράξενα συναπαντήματα   του δάσους.
Η μοίρες τα φέρνουν έτσι που ο νεαρός Μεσσήνιος ανακαλύπτει την καταγωγή του κι επιστρέφει στη Μεσσηνία που έχει ήδη ξεσηκωθεί εναντίον των Σπαρτιατών.Ο ήρωας θα ζήσει πολλά απο  τα δραματικά γεγονότα του Β'  Μεσσηνιακού πολέμου και  ύστερα ακολουθώντας το κάλεσμα της σκοτεινής Δύσης θα φτάσει σε άγνωστες χώρες  μέχρι την Ιταλία ακόμα και μέχρι τα μακρινά Μαστράβαλα  της Κελτικής εκεί που λίγα χρόνια αργότερα θα οικοδομηθεί η ξακουστή Μασσαλία. 

Σημείωση:Τα ονόματα (π.χ 
Δαμάτριος -Δημήτριος κτλ) γράφονται στην Δωρική διάλεκτο που μιλούσαν τότε στη Μεσσηνία και μπορεί να ξενίζουν λίγο τον αναγνώστη,ωστόσο θεώρησα καλό να μην τα αλλοιώσω μεταφέροντάς τα στην Νέα Ελληνική.


  Ἀλλ' ὁπότ' ἂν φερέοικος ἀπὸ χθονὸς ἂμ φυτὰ βαίν
Πληιάδας φεύγων, τότε δὴ σκάφος οὐκέτι οἰνέων
ἀλλ' ἅρπας τε χαρασσέμεναι καὶ δμῶας ἐγείρειν·
φεύγειν δὲ σκιεροὺς θώκους καὶ ἐπ' ἠόα κοῖτον
ὥρῃ ἐν ἀμήτου, ὅτε τ' ἠέλιος χρόα κάρφει.
τημοῦτος σπεύδειν καὶ οἴκαδε καρπὸν ἀγινεῖν
ὄρθρου ἀνιστάμενος, ἵνα τοι βίος ἄρκιος εἴη.
ἠὼς γὰρ ἔργοιο τρίτην ἀπομείρεται αἶσαν,
ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῦ, προφέρει δὲ καὶ ἔργου,
ἠώς, ἥτε φανεῖσα πολέας ἐπέϐησε κελεύθου
ἀνθρώπους πολλοῖσί τ' ἐπὶ ζυγὰ βουσὶ τίθησιν.
«Όταν πάλι το σαλιγκάρι ανεβαίνει από την γη στα δέντρα, ζητώντας προστασία από την ζέστη που φέρνουν οι Πλειάδες, τότε πια δεν είν’ άλλο καιρός να σκάβεις τα αμπέλια. Πρέπει τότε ν’ ακονίζεις τα δρεπάνια σου και τους υποταχτικούς σου να κεντρίζεις για δουλειά. Μην αποζητάς τους ίσκιους και τον πρωινό ύπνο, όταν φθάσει η ώρα για τον θερισμό, την εποχή που ο ήλιος ψήνει το δέρμa
Τέτοιες στιγμές πρέπει να βιάζεσαι και να κουβαλάς τον καρπό στις αποθήκες, πιάνοντας χαράματα δουλειά, για να έχεις το βιός σου ασφαλισμένο. Γιατί με την αυγή φεύγει το ένα τρίτο της δουλειάς, με την αυγή πηγαίνει κανείς καλύτερα στον δρόμο, προκόβει και στο μεροκάματο, με την αυγή, που μόλις φανεί, βγάζει τόσους ανθρώπους ξαφνικά στους δρόμους και τόσα βόδια βάζει στο ζυγό».(Ησιόδου: Έργα και Ημέραι, στ. 571-581. Μετάφραση: Α. Ι. Γαβρίλη)




Α
Έδωσαν οι θεοί και έφτασε και στο κτήμα του Ευδαμίδα του Σπαρτιάτη  η τελευταία μέρα του θερισμού. Αρχές μηνός Φλιασίου  ,η Πούλια μόλις είχε αρχίσει να σκαρίζει με τα πρώτα σκοτάδια πάνω από  την κορυφογραμμή του Ταϋγέτου και ο Δαμάτριος ο Μεσσήνιος ,ο γεροντότερος του χωριού  που γνωρίζει τους δρόμους των άστρων και καταλαβαίνει  πότε αλλάζουν οι εποχές, είχε δώσει εδω και δέκα  ημέρες το σύνθημα για να ξεκινήσουν οι θεριστάδες.
Έτσι όλo αυτό το διάστημα, από τα βαθειά χαράματα πριν ακόμα σκάσει το πρώτο φως του Ήλιου, ξεκινούσαν οι εργάτες για τους αγρούς. Πρώτα μαζεύτηκε η σοδειά  στα πεδινά χωράφια του κάμπου και ύστερα στα μεγάλα ορεινά πλατώματα στις πλαγιές του βουνού. Τελευταία, απόμεινε αυτή η έκταση ,η σπαρμένη με κριθάρι και θα τελειώσει  ο θέρος για φέτος.
Σήμερα  οι  εργάτες ,θα  αφήσουν τα σιδερένια δρεπάνια τους ,στα χέρια του Τίμωνα του περίοικου που τον είχε ορίσει  επιστάτη ο Ευδαμίδας ο κύριος του κτήματος. Αυτός θα τα λαδώσει με λίπος χοιρινό και θα αποθηκεύσει για άλλη περίσταση που θα χρειαστούν. Είχε αυστηρή εντολή από τα αφεντικά του για αυτά τα μέτρα προφύλαξης .Οι Σπαρτιάτες δεν θα άφηναν στα χέρια των υπόδουλων εργατών, εργαλεία που θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν σαν όπλα εναντίον τους.
Ο « κλήρος του Ευδαμίδα» ήταν μια μεγάλη έκταση που ξεκινούσε από το κάμπο της Μεσσηνίας και σκαρφάλωνε πάνω στις πλαγιές του Ελαιού, του μεγάλου βουνού που χώριζε τις Σπαρτιατικές κτήσεις από τη γη των Αρκάδων στα βόρεια. Κάπου εκεί δίπλα, πνιγμένα στα βάτα και τις καλαμιές γκρεμίζονταν αργά με το πέρασμα του χρόνου τα χαλάσματα  της Ανδανίας της κραταιάς πρωτεύουσας των Μεσσηνίων πριν από τη Σπαρτιατική κατάκτηση. Οι θεοί  ποιος ξέρει για ποιαν άγνωστη αιτία , πριν από κάμποσες γενιές όρισαν οι Μεσσήνιοι να γνωρίσουν την ήττα από τους Σπαρτιάτες και ζουν την πικρή ζωή του είλωτα, δούλοι στην ίδια τους τη γη.
Η ερειπωμένη πόλη ρήμαζε εγκαταλειμένη από τους κατοίκους της και πνιγμένη στα  αγριοχορτα που ρίζωναν στους  γκρεμισμένους τοιχους των κτιρίων της.Ασβοί και τσακάλια που κατέβαιναν πεινασμένα από τα γύρω βουνά, τριγύριζαν τις νύχτες μέσα στα μισογκρεμισμένα αρχοντικά και νυχτοπούλια κούρνιαζαν στα χορταριασμένα ανάκτορα των Μεσσηνίων βασιλιάδων.
Μα όσο κι αν σωριάζονταν κατά γης τα μέγαρα των παλιών βασιλιάδων του Κρεσφόντη και των άλλων ευγενών , η μνήμη της αρχαίας δόξας έμενε άσβεστη καθώς θρεφόταν  από μίσος που στάλαζε πικρό από τις πρώτες μέρες  της κατάχτησης στις καρδιές των  υπόδουλων ειλώτων .


Ο  Ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα και ο Τίμων ο περίοικος, επιστάτης του χτήματος  ορισμένος από τον κύριο του κλήρου ,στεκόταν όρθιος πάνω σε  μια πέτρινη μάντρα χτισμένη σε μια άκρη του χωραφιού. Μασουλούσε μερικούς σπόρους από σιτάρι που ξεδιάλεγε από ένα ψωμωμένο στάχυ που κρατούσε στην χούφτα του, κι αγνάντευε  τα ώριμα σπαρτά. Ο Τίμων όπως όλοι οι περίοικοι ήταν ελεύθερος αλλά όχι με τα δικαιώματα του Σπαρτιάτη. Μπορούσε να καλλιεργεί τη μικρή περιουσία του δηλαδή μερικά πλέθρα όχι και τόσο γόνιμης  γης, να εμπορεύεται και να κάνει κάποιου είδους τέχνη το σιδερά ,το χαλκουργό  μια και οι «Όμοιοι» οι ευγενείς Σπαρτιάτες, δεν καταδέχονταν να καταπιαστούν με  τέτοιες δραστηριότητες. Μεσσήνιος ήταν κι αυτός από τη γειτονική Θουρία κι ανήκε στην τάξη των περιοίκων γιατί η πόλη του ήρθε σε συμφωνία με τη Σπάρτη τον παλιό καιρό της κατάκτησης κι απόχτησε κάποια προνόμια αντίθετα με τους Μεσσήνιους της Ανδανίας που ήταν ανυπότακτοι ώστε έχασαν κάθε δικαίωμα, καταδικασμένοι στο εξής να δουλεύουν τη γη για λογαριασμό των Σπαρτιατών που διαφέντευαν πια Μεσσηνία.

Δίπλα στον Τίμωνα στεκόταν ο γέρο Δαμάτριος. Φορούσε ένα τριμμένο μάλλινο χιτώνα -κάνει δροσιά στα υψώματα το πρωί κι ας είναι καλοκαίρι-  και ακουμπούσε το σκεβρωμένο και λιπόσαρκο κορμί του πάνω σένα γυαλισμένο από τη χρήση μπαστούνι. Ανήμπορος από τα χρόνια  και τις κακουχίες δεν είχε δύναμη για δουλειά, μοναχά συμβουλές μπορούσε πια να δίνει και να λύνει τις διαφορές ανάμεσα στους υπόδουλους εργάτες. Κι όταν το έφερνε η περίσταση ήταν ένα είδος ενδιάμεσου ανάμεσα στους είλωτες και τον επιστάτη που εκπροσωπούσε τον ιδιόκτητη. Τον σέβονταν όλοι στην Ανδανία κι όχι μόνο για τα χρόνια  που είχε στην πλάτη του ή για το μειλίχιο χαρακτήρα του μα και για την ευγενική καταγωγή του.
Όλα κι όλα ,οι είλωτες μπορεί να ζούσαν τη ζωή του δούλου στερημένοι από κάθε είδους άνεση αλλά θυμούνταν με περηφάνια  την καταγωγή τους και κρατούσαν τις γενιές ώστε ήξεραν ότι  ο Δαμάτριος κράταγε από το αρχαίο σόι του Τισία που ήταν μάντης τον καιρό του πρώτου πολέμου, όταν η Μεσσηνία έπεσε στα χέρια των Λακεδαιμονίων. Ήταν το ευαίσθητο σημείο του αυτό του Δαμάτριου η πετριά του όπως θα λέγαμε και στις ώρες της σχόλης ή στις γιορτές οταν υπήρχε μπόλικο κρασί που μαλάκωνε τις δυστυχίες και άφθονη κριθαρένια «μάζα» που γέμιζε τα πεινασμένα στομάχια, δεν έχανε ευκαιρία να διηγείται τη ιστορία του προγόνου του, του Τισία που ήταν μάντης ξακουστός και πολεμιστής ανδρείος  από σόι ευγενικό, στα χρόνια του μεγάλου πολέμου που η κατάληξη του   έριξε τους Μεσσήνιους  υπόδουλους στα νύχια της Σπάρτης.

 Οι δυο άνδρες κοιτούσαν αμίλητοι και λιγάκι μουδιασμένοι από την πρωινή ψύχρα, προς την κατεύθυνση της Ανατολής. Οι κορυφές του Ταϋγέτου διακρίνονταν, γαλάζιες απ την απόσταση χαραγμένες  από ευδιάκριτες λευκές γραμμές,  παγωμένο χιόνι σωρευμένο στις βαθιές ρωγμές του βράχου άλιωτο ακόμα, μες στο κατακαλόκαιρο. Τις μακρινές κορφές ,κάλυπτε μια ρόδινη ομίχλη που διαλυόταν  γοργά με το ψήλωμα του Ήλιου. Η μέρα αναμενόταν ιδιαίτερα ζεστή.
-Πάει κι θέρος για φέτος είπε κάποια στιγμή ο γέρος. Υπολογίζω πως  το τελευταίο δεμάτι  θα έχει  δεθεί το πολύ μέχρι το μεσημέρι μόλις ο Ήλιος φτάσει στη μέση της τροχιάς του .
Ο Τίμων κούνησε το κεφάλι ,σημάδι πως συμφωνούσε κι αυτός στην κρίση του γεροντότερου, συνέχισε όμως να μασουλάει ατάραχος τους σπόρους του χωρίς να δώσει συνέχεια στην παρατήρηση του Δαμάτριου. Είχε εδώ και πολλά χρόνια καταλήξει σε μια αρχή και την ακολουθούσε χωρίς παρέκκλιση. Οι πολλές κουβέντες  με τους είλωτες είναι περιττές και μόνο προβλήματα μπορεί να προκαλέσουν. Δεν είναι πως δεν τους λυπόταν, κατανοούσε τη μίζερη ,άχαρη, ζωή τους κι όσο μπορούσε, φρόντιζε να μην τους αδικεί αλλά μέχρι εκεί . Δεν έφταιγε αυτός για την κατάντια τους κι ούτε θα ήθελε ποτέ να καταλήξει στη θέση τους. Η δουλειά του ήταν συγκεκριμένη να επιτηρεί το χτήμα και να φέρνει τίμιο λογαριασμό στον ιδιοκτήτη ,για τα υπόλοιπα…ας γύρευαν το λογαριασμό από τη Σπάρτη.

Ο γέρος  ήταν φανερό δεν είχε σκοπό να σταματήσει το μονόλογο.
-Αν ο καιρός βοηθήσει σύντομα θα αρχίσουμε το αλώνισμα.
Να πάρεις κι εσύ την αμοιβή σου απ τους αφέντες να πάρουμε κι εμείς το μερτικό μας γιατί τα πιθάρια έχουν αδειάσει και τα παιδιά πεινάνε. Μέρες τώρα μόνο άγρια αχλάδια τα ταΐζουμε και το  γάλα λιγοστό  ,αφού το περισσότερο το τυροκομούν οι βοσκοί και το παίρνουν οι Σπαρτιάτες.
Ο Τίμων συνέχισε να κοιτάζει τα υψώματα του Ταϋγέτου προς τα Ανατολικά και να παραμένει αμίλητος ,φαινομενικά αδιάφορος στην επιμονή του γέρου για τη συνέχιση αυτής  άσκοπης συζήτησης.
-Αν μπορούσαμε… ,συνέχισε ο γέρος, σε ικετεύω  Τίμων με το θάρρος που μου δίνει η γνωριμία μας τόσα χρόνια και τα άσπρα μου μαλλιά, αν μπορούσαμε να πάρουμε  μια στάλα καρπό να ταΐσουμε τα παιδιά.
Ο Επιστάτης έμεινε ανέκφραστος ,αν και μια σκιά δυσαρέσκειας πέρασε για μια στιγμή από τα μάτια του. Είχε βαρεθεί πια  να ακούει τα παράπονα τον ειλώτων. Είχε μάθει να μη δίνει σημασία στα λόγια τους, μήπως άλλωστε είχε ακουστεί ποτέ είλωτας να δηλώνει ευχαριστημένος από το μερίδιο του; Δεν περνούσε καν από το μυαλό του η σκέψη να κλέψει τους Σπαρτιάτες. Το λιγότερο που θα είχε να πάθει ήταν να χάσει την δουλειά του επιστάτη. Την είχε ανάγκη αυτή τη δουλειά , αν έχανε την εμπιστοσύνη του ιδιοκτήτη τον περίμενε κι αυτόν η πείνα. Με πέντε πλέθρα χωράφι στην Θουρία ,και χωρίς βόδια που ήταν απαραίτητα για το όργωμα και τις άλλες δουλειές ήταν αδύνατο να θρέψει τα παιδιά του.
Έσπασε λοιπόν ο  Τίμων την σιωπή του.
-Η μοιρασιά θα γίνει όταν θα είναι εδώ οι Σπαρτιάτες και ξέρεις ότι αυτό είναι νόμος απαράβατος .
Να φροντίσεις να είναι όλα εντάξει στο χτήμα…συνέχισε .
Αλώνισμα, λίχνισμα ,είναι πολλές ακόμα δουλειές που πρέπει να γίνουν  κι αν έχει βάλει κάποιος στο νου του ,να κλέψει απ την παραγωγή τότε είναι που θα βρει την ευκαιρία.
 Μα ο Τίμων είχε κι άλλο νέο να αναγγείλει και μια και άρχισε  την  κουβέντα θα το αράδιαζε κι αυτό .
-Α! και κάτι που  ήθελα καιρό να σου το πω. Φρόντισε να κλείσουν το στόμα τους κάτι θρασσεμένοι  νεαροί και να μην διαμαρτύρονται ,ειδικά τώρα που θα έρθουν οι ιδιοκτήτες στο χτήμα για να μετρήσουν τη σοδειά. Καλό είναι να μην νιώσουν στο πετσί τους το βούρδουλα της Σπάρτης γιατί ευκαιρία να επανορθώσουν δε θα έχουν όπως θα ξέρεις πολύ καλά! Και συνέχισε: Έλαβα χθες  μήνυμα από τον Ευδαμίδα .Σήμερα η αύριο, όπου να ‘ναι τέλος πάντων ,θα έρθει για να επιβλέψει το αλώνισμα και να κανονίσει κάτι υποθέσεις με τους γειτονικούς ιδιοκτήτες. Δεν αποκλείεται να βρίσκεται ήδη στη Μεσσηνία.

 Ο γέρος έσκυψε το κεφάλι με μια έκφραση πίκρας που έκανε να φαίνονται ακόμα περισσότερες οι ρυτίδες στο οργωμένο από τα χρόνια  και τους καιρούς πρόσωπό του . Είχε πάρει την απάντησή του. Δεν θα έπαιρναν σπυρί από τα σπαρτά μέχρι να κάνουν τη μοιρασιά οι αφεντάδες.
-Ελπίζω να είναι για καλό ο ερχομός του Κυρίου μας του Ευδαμίδα συμπλήρωσε ο Δαμάτριος, με μια δόση ειρωνείας που διαφαινόταν από την έκφραση που πήραν τα μάτια του καθώς πρόφερε αυτές τις λίγες λέξεις. Την τελευταία φορά που άκουσα Σπαρτιάτη να έρχεται για να κανονίσει υποθέσεις ήταν όταν ο γιός του Φίντα από το γειτονικό χτήμα, αρνήθηκε να δώσει τα μισά γουρούνια του στην επιτροπή από τη Σπάρτη. Θα τα πηγαίναν στη Λακεδαίμονα για τις θυσίες του βασιλιά. Από τότε  που αρνήθηκε και μάλωσε με τον απεσταλμένο του ιδιοκτήτη δεν τον ξαναείδαμε κι οι δικοί του είναι σίγουροι ότι τον έχουν σκοτώσει και σε κάποιο χαντάκι  του Ταυγέτου θα ξασπρίζουν τώρα τα κόκκαλά του. Οι  Σπαρτιάτες  βέβαια διαδίδουν ότι  έχει διαφύγει  στο Άργος κι από εκεί στην Ιταλία αλλά κανείς φυσικά δεν τους πιστεύει , όσο να το κάνεις με κάποιο τρόπο θα είχε ειδοποιήσει μέχρι τώρα τους συγγενείς του ότι είναι ζωντανός.
-Δεν έχεις δίκιο  σε αυτό που είπες , αρκετές φορές έρχονται  οι ιδιοκτήτες από τη Σπάρτη τέτοια εποχή για να μετρήσουν την παραγωγή και να πάρουν το μερτικό τους. Όσο για το Φίντα κακό του κεφαλιού του ,έπρεπε να ξέρει ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν χαρίζονται σε όποιον παραβαίνει το νόμο, κι ο νόμος είναι χρόνια τώρα γνωστός. Μισά δικά σας μισά δικά τους  ,σε όποιον δεν αρέσει αναλαμβάνει η Κρυπτεία.
Ανατρίχιασε ο γέρος με το άκουσμα της λέξης Κρυπτεία. Ήταν μια φήμη που σερνόταν στις συζητήσεις των ειλώτων τα βράδυα στις σκοτεινές καλύβες τους, κρυφά να μην ακούνε τα παιδιά και φοβούνται. Έλεγαν ότι τριγυρίζουν ανάμεσα  στα απόκρημνα βράχια του βουνού και τις πυκνές λόχμες  του κάμπου, κρυμμένοι φονιάδες που τις νύχτες χυμούσαν σαν τα φαντάσματα κι έσφαζαν στα μουγκά όποιον άτυχο συναντούσαν στο διάβα τους, έτσι για να κρατάνε τους είλωτες σε αγωνία, να μην περπατούν τις νύχτες και μηχανεύονται κινήματα  ούτε να  τριγυρίζουν άσκοπα έξω από τα χτήματα όπου ήταν ορισμένο να δουλεύουν.  Και αν κάποιος ξεχώριζε με τη συμπεριφορά του και τα λόγια του και  γινόταν επικίνδυνος για την εξουσία κι εκείνος συνήθως είχε άδοξο τέλος, χανόταν μια ασέληνη νύχτα από το πρόσωπο της Γής και κανείς δεν ξανάκουγε πια για αυτόν.
Μια άβολη σιωπή ακολούθησε τη συζήτηση που σταμάτησε τόσο απότομα όσο είχε αρχίσει. Μόνο τα τζιτζίκια ακούγονταν σποραδικά καθώς ξεμούδιαζαν από τη βραδινή ψύχρα και δοκίμαζαν τα μουσικά τους όργανα ,για τη συναυλία που θα ξεκινούσε σε λίγο όταν θα κόρωνε η ζέστη.
Παραβιάζω τις αρχές που μου δίδαξε ο προκάτοχος μου ,σκέφτηκε ο Τίμων, μα ήταν –ανάθεμα- τόσο πληκτικές αυτές οι δέκα  μέρες του θέρου στα χωράφια ανάμεσα σε εχθρικές φάτσες ειλώτων ,χωρίς έναν άνθρωπο της τάξης του να μπορείς αρθρώσεις δυο λέξεις  .

Ο Γέρος έφερε  ένα γύρω το βλέμμα προς τα υψώματα .Το ένστικτο του διεγερμένο από την παρατήρηση του επιστάτη οσμιζόταν μια αρνητική παρουσία στο χώρο. Όπως τα αγρίμια που οσμίζονται τον κίνδυνο  και στέκουν ακίνητα ,αγροικούν με τα ρουθούνια τεντωμένα ,έτοιμα να συλλάβουν κάθε οσμή και κάθε κίνηση που θα πιθανού εχθρού που θα μπορούσε να παραμονεύει μέσα στα φυλλώματα και στις σκοτεινές γωνιές του δάσους ,έτσι κι αυτός  κατόπτευε  με τα μάτια το όλον τον ορίζοντα μέχρι που το βλέμμα του στάθηκε σε ένα σημείο. Η διαίσθηση του δεν τον είχε  απατήσει.
Μακριά πάνω σε ένα ύψωμα απ την κατεύθυνση που βγαίνει ο Ήλιος  φάνηκαν όρθιες  κι ακίνητες δυο  ανθρώπινες φιγούρες. Μαύρες καθώς στέκονταν κόντρα στο φως , αυτές οι δυο μορφές διαλύονταν μέσα στη λάμψη του πρωινού Ήλιου που ανέτειλε από πίσω τους. Κρατούσαν δόρυ στα χέρια που η καλοακονισμένη αιχμή του στραφτάλιζε σαν το άστρο της αυγής. Φοβεροί ,ακίνητοι μέσα στους πορφυρούς μανδύες τους που ανέμιζαν τον ορμητικό άνεμο του βουνού, χτένιζαν με το βλέμμα την περιουσία τους και παρατηρούσαν τις κινήσεις των  δυο που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο χωράφι.

Εκεί  σε ένα ύψωμα,δίπλα στα αρχαία ερείπια είχαν διαλέξει οι Σπαρτιάτες εδώ και πολλές γενιές κύριοι του χτήματος για να χτίσουν το καταλυμά τους.Να είναι μακρυά από τα χωράφια και τις καλύβες των ειλώτων και κυρίως να έχει καλή θέα. Δεν ήθελαν –για όσο διάστημα βρίσκονταν στη Μεσσηνία για την επίβλεψη της περιουσίας τους-να ακούνε οι σκλάβοι τις κουβέντες τους, ούτε να κατασκοπεύουν τις κινήσεις τους. Αλλά το κυριότερο ήταν ότι ήθελαν να έχουν το χρόνο για να ετοιμαστούν σε κάθε υποπτη κίνηση των Μεσσηνίων , να προλάβουν ν’αρπάξουν το δόρυ και να περάσουν τα λουριά στην ασπίδα τους. Γιατί έβγαζαν τα λουριά και τη λαβή της ασπίδας  όταν έπεφταν για ύπνο φοβούμενοι μην  την αρπάξουν  ξαφνικά οι είλωτες και τους μακελοκόψουν . Για βοηθούς έφερναν δικούς τους είλωτες της Λακωνίας που ήταν πιο διαλεγμένοι για την υπακοή τους και ξένοι στον τόπο.



Β
Στο κάτω μέρος της ομαλής πλαγιάς που πάνω της βρισκόταν το σταροχώραφο ακούστηκαν φωνές και θόρυβος από πόδια  που σκαρφάλωναν στο ανηφορικό μονοπάτι. Είχε μόλις φτάσει ένα τσούρμο από θεριστάδες που περπατούσαν κουβεντιάζοντας δυνατά, διαλύοντας την ηρεμία του καλοκαιριάτικου πρωινού. Κουβαλούσαν τα εργαλεία τους μέσα σε σακιά και καλαμένια καλάθια φορτωμένα στην πλάτη τους κι έσερναν και δυο γαϊδάρους που τρέκλιζαν  στην ανηφοριά μεταφέροντας το βαρύ φορτίο τους, ασκιά γεμάτα νερό και κρασί .
Ο Τίμων έγνεψε με  το χέρι προς τους εργάτες και φώναξε: Εμπρός λοιπόν ξεκινήστε ο Ήλιος ψήλωσε κι η μέρα χάνεται αν δεν ξεκινήσει η δουλειά από το πρωί! Ύστερα στράφηκε για να συνεχίσει τη συζήτηση που είχε πιάσει με το γέροντα Δαμάτριο.

Ο εργάτες ,άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας από γέροι μέχρι  νέοι στην πρώιμη εφηβεία, ξεχύθηκαν με την όρεξη που τους έδινε η σκέψη ότι αυτό ήταν το τελευταίο χωράφι που είχε μείνει ακόμα αθέριστο . Ηταν η τελευταία μέρα του θερισμού και ήταν όπως πάντα  γιορτινή. Το βράδυ σε μια μεγάλη φωτιά δίπλα στη μεγάλη βελανιδιά ,θα έσφαζαν ένα βόδι - η μόνη φορά μέσα στη χρονιά που επιτρέπονταν τέτοιες πολυτέλειες-  και θα  γινόταν ένα μεγάλο  φαγοπότι .Ήταν μια γιορτή που  γινόταν σε όλα τα χτήματα της Μεσσηνίας. Ξεχνούσαν με το πιοτό οι ταλαίπωροι Μεσσήνιοι τα βάσανα της δουλειάς  τραγουδούσαν και χόρευαν όλη τη νύχτα. Το επόμενο πρωί , έβρισκε τους ταλαιπωρημένους δουλευτάδες  ναρκωμένους από το  κρασί και την  κρεοφαγία  που δεν είχαν  και συνηθίσει.
Αν ήταν τυχεροί ίσως  μεσολαβούσαν λίγες μέρες ξεκούρασης από την εξοντωτική  δουλειά του θέρου. Να αναπάψουν  τα ηλιοκαμένα μέλη τους, και να πλυθούν ,να καθαρίσουν μια στάλα το κορμί τους ,από τη μαύρη σκόνη στα νερά του Χάραδρου  που κατέβαινε αιώνες τώρα ορμητικός απο τα υψώματα της Αρκαδίας και διέσχιζε τον κάμπο της Μεσσηνίας ,αδιάφορος για τα βάσανα και τις έννοιες των ανθρώπων. Α δράχνοντας με την πυρωμένη χούφτα τα ξεραμένα στάχυα και κόβοντας τα με σιδερένια δρεπάνια που είχαν από βραδύς τροχιστεί ,προχωρούσαν οι εργάτες αργά ,αφήνοντας πίσω τους τα θερισμένα χερόβολα. Τα χερόβολα  τα μάζευαν άλλοι , που ακολουθούσαν συνήθως μεγαλύτεροι σε ηλικία και τα έδεναν σε μεγαλύτερα δεμάτια που τα έστηναν όρθια σαν κίτρινα ανθρώπινα σώματα σκόρπια κι ακίνητα στην θερισμένη καλαμιά. Οι περισσότεροι άνδρες φορούσαν εξωμίδα, έναν κοντό χιτώνα που στερεώνεται στον αριστερό ώμο, υφασμένο από λινάρι που καλλιεργούσαν οι ίδιοι στα ποτιστικά χωράφια της πεδιάδας  και  καπέλα χορταρένια φτιαγμένα τις ώρες της σχόλης, από  στάχυα  που τα μούσκευαν για να μαλακώσουν κι ύστερα τα έπλεκαν με τέχνη. Μερικοί φορούσαν και τον πέτασο δερμάτινο πλατύγυρο καπέλο  να φυλάγονται όσο μπορούν από τις ακτίνες του Ήλιου. Οι γυναίκες πάνω απ το μακρύ χιτώνα τους  ήταν καλυμμένες  με το πέπλο τους κι αυτό φτιαγμένο από ντόπιο λινάρι ,για να γλίτωσαν όσο μπορούσαν το δέρμα τους από τις καυτές ακτίνες του ήλιου που και από τη λεπτή σκόνη του τριμμένου καλαμιού που ξέραινε το δέρμα και μάραινε γρήγορα την ομορφιά τους.



Ο θερισμός ήταν μια δουλειά που δε χωρούσε καθυστέρηση, έπρεπε να τελειώσει γρήγορα ,να μην μένουν τα ώριμα στάχυα στο χωράφι και τρίβονται, εκτεθειμένα στο έλεος των μεταβολών του καιρού.
Συγκεντρωμένα σε θημωνιές θα ξεραίνονταν για κάμποσες μέρες μέχρι να φυσήξει ο κατάλληλος άνεμος και να αρχίσει το αλώνισμα και το λίχνισμα. Μα ο άνεμος που είναι κατάλληλος για λίχνισμα δεν έρχεται κατά παραγγελία. Κάποιες φορές μάλιστα αργεί   και  τότε οι  γέροι μαζεύονται έξω από τις καλύβες κοιτάζοντας τον ορίζοντα προς τα βουνά της Αρκαδίας και αρχίζουν οι γκρίνιες ,γιατί αυτή η καθυστέρηση λιγοστεύει την παραγωγή.
Όλοι έχουν να παίρνουν από το πολύτιμη σοδειά. Τα μυρμήγκια που σχηματίζουν ατέλειωτες γραμμές νύχτα και μέρα και κρύβουν το πολύτιμο φορτίο τους στα σπλάχνα της Γης, τα ποντίκια που ροκανίζουν τους σπόρους και κυρίως οι Σπαρτιάτες που είναι οι κύριοι του κάμπου εδώ και κάμποσες γενιές.
  Τότε σαν δουν πως η άπνοια συνεχίζεται οι μάντεις κάνουν θυσίες , και κοιτάζουν μέσα από τα σπλάχνα να διακρίνουν τις βουλές των θεών γιατί προφανώς σε τέτοιες περιπτώσεις οι θεοί είναι δυσαρεστημένοι .Οι θυσίες  λιγοστεύουν το κοπάδι που είναι ιδιοκτησία της Σπάρτης αλλά ας είναι, σε τέτοιες περιπτώσεις, τις επιτρέπουν οι Λακεδαιμόνιοι τέτοιες θυσίες  ,καλό είναι να  πάρουν οι θεοί το μερτικό τους απ τη σοδειά και να φυσήξει  μια ώρα αρχύτερα ο αέρας, να τελειώσει η δουλειά γιατί από την παραγωγή της Μεσσηνίας τρέφεται  ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Σπάρτης.

Μια ομάδα κοριτσιών που άνθιζε μες στα στήθια τους το άνθος της εφηβείας  μέσα στο αποκορύφωμα της εφηβείας είχαν σχηματίσει τη δική τους παρέα και κουβέντιαζαν λαχανιάζοντας στα διαλείμματα της δουλειάς. Μέσα στην πρωινή ζέστη  που γινόταν ολοένα εντονότερη καθώς ο ήλιος ανέβαινε αργά στον αστραφτερό ουράνιο θόλο ,πάντα έβρισκαν οι νέοι αφορμές για να γελούν και να διασκεδάζουν τη μονότονη και κοπιαστική ζωή τους. Κουβέντιαζαν, χαχάνιζαν κι όλο κλωθογύριζαν τη συζήτηση, που αλλού, στη αποψινή γιορτή του θέρου και  στα αγόρια που θα'ρχονταν από το δικό τους αλλά και από τα διπλανά αγροκτήματα για να χορέψουν και να τραγουδήσουν γύρω από τη μεγάλη φωτιά.
Η Φρύνη η μεγαλύτερη της συντροφιάς που ήταν και η μόνη που ήταν παντρεμένη, γλένταγε διασκέδαζε με τις απορίες των μικρότερων γύρω από της εμπειρίες της συζυγικής κλίνης και τις πείραζε ,έμπειρη πια αυτή στα ερωτικά . Κι αυτές, άλλες κοκκίνιζαν άλλες αρνιόντουσαν τη συζήτηση  κι άλλες πιο αδιάντροπες ρωτούσαν με λάγνα μάτια πυρωμένα από επιθυμία να μάθουν  λεπτομέρειες της παστάδας . Κόντευε να κλείσει τα δεκαεννέα χρόνια της και είχε ήδη ένα μωρό το Γόργο που κοιμόταν λίγο πιο κάτω στη σκιά μιας αγραπιδιάς.
Η Φρύνη είχε  παντρευτεί τον Αριστομένη  το γιο του Νικομήδη και της Νικοτέλειας από τη Ανδανία κι είχαν ήδη αποκτήσει ένα γιο  το Γόργο . Κάθε τόσο η νεαρή μάνα γύριζε το κεφάλι  προς το παιδί της να δει αν είναι καλά μη πεινάσει ,μη το βρει η δυνατή λάβρα του Ήλιου και το ζεστάνει κι αρρωστήσει.
Ο Αριστομένης ο άνδρας της ήταν   ο πιο όμορφος και αθλητικός νέος του χωριού και πάνω απ’όλα ευγενικής καταγωγής. Παρόλη την σκλαβιά τους οι Μεσσήνιοι δεν ξεχάσει την ιστορία τους και διατηρούσαν τη μνήμη και τη συνέχεια των αρχοντικών  οικογενειών.
-Είναι αλήθεια Φρύνη  ότι ο άντρας σου τα βράδια μεταμορφώνεται σε δράκο; Γιατί από ότι ψιθυρίζεται στο χωριό και σ’ολο τον κάμπο η μάνα του δεν τον έκανε με τον Νικομήδη αλλά μ’ένα δράκο ,αλλόκοτο πλάσμα του δάσους.
-Η Φρύνη  έσμιξε τα φρύδια  και πήρε μια έκφραση δυσαρέσκειας  καρφώνοντας το βλέμμα της στην Αρίστη που έκανε την ερώτηση και απάντησε κάπως εκνευρισμένα.
-Δεν ξέρω με ποιον τον έκανε η Νικομάχεια πάντως ο Αριστομένης είναι κανονικός άνθρωπος όπως εσύ κι εγώ, τουλάχιστον όσο έχω διαπιστώσει εγώ μέχρι τώρα. Ένας χείμαρος από ανέμελα κοριτσίστικα γέλια ακολούθησε την απάντηση της Φρύνης. Μα αυτή δεν έδωσε σημασία και συνέχισε: Τέτοια κουβεντιάζετε και  δεν είναι σωστό ,αυτές οι κουβέντες δημιουργούν φήμες που ακολουθούν τους ανθρώπους μέχρι το τέλος της ζωής τους και συνήθως δεν είναι για καλό. Δεν θα μου βγάλετε εμένα το παιδί σπορά κανενός δαίμονα του δάσους.
Ύστερα απομακρύνθηκε απ την ομάδα ενοχλημένη τάχα , για να φέρει το σταμνί με το νερό και να ρίξει μια ματιά και στο μωρό της που αιωρείτο στο φύσημα του ζεστού αέρα καθώς κρεμόταν από τα κλαδιά της αγραπιδιάς στην αυτοσχέδια κούνια του.

   Όταν έφυγε η Φρύνη η κουτσομπόλα της παρέας δεν έχασε τη ευκαιρία να συνεχίσει τη συζήτηση.
-Τι νομίζετε καημένες κάθε μέρα θα μεταμορφώνεται σε δράκο ο Αριστομένης για να τον δει η Φρύνη; Και αν μεταμορφώνεται;Τι περιμένεις  απο τη Φρύνη να στο πει.; Μπορεί να είναι κι αυτή μαγεμένη. Δεν τη βλέπεις πως έχει παραξενέψει από τότε που παντρεύτηκε; Είναι σίγουρο ότι η μάνα του κοιμήθηκε μ'ένα μεγάλο φίδι που πρέπει να ήταν θεός μεταμορφωμένος. Τους είχε δει η γιαγιά μου που έβοσκε τα γίδια της και την πήρε ο ύπνος πίσω από ένα σύδεντρο. Ήταν πολλά χρόνια πριν κι ήταν κι αυτή ήταν ακόμα νέα. Πανσέληνος του Αυγούστου πρέπει να ήταν, κάποια στιγμή που το φεγγάρι είχε φτάσει  στη μέση του ουρανού και η νύχτα φώτιζε σαν μέρα. Κοντά στα Καρνάσιο Άλσος την πήρε η ύπνος και νύχτωσε. Να κοιτάξτε εκεί ,η Αρίστη έδειξε με το χέρι προς το Καρνάσιο Άλσος  κάμποσα στάδια Νοτιότερα από το σημείο που βρίσκονταν.
Ήταν ένας χαμηλός κωνικός λόφος κατάφυτος από κυπαρίσσια κι άλλα δέντρα του Δάσους. Μέσα στο χαρούμενο  φως της καλοκαιρινής μέρας δεν έδειχνε ιδιαίτερα μυστήριο κι απειλητικό ωστόσο τα κορίτσια αισθάνθηκαν ένα ρίγος φόβου να τις διαπερνά και φαντάζονταν ένα πλήθος από μοχθηρά πλάσματα να παραμονεύουν πίσω από το πυκνό τείχος από κυπαρίσσια κι αγριελιές. Εκεί τα αρχαία χρόνια λάτρευαν οι προγονοί τους τον Κάρνειο Απόλλωνα κι έκαναν τα περίφημα μυστήρια των Μεγάλων θεών. Ύστερα ήρθαν οι Σπαρτιάτες, απαγόρευσαν τις γιορτές ,μετέφεραν τα Κάρνεια στη Σπάρτη κι ερήμωσε το μέρος .Ψιθυριζόταν ότι παράξενα θάμματα συμβαίνουν  μέσα σε εκείνο το δάσος , ότι κρυφά τις νύχτες κάποια πλάσματα ανθρώπινα ή  όχι  συνεχίζουν  μυστικά τη λατρεία των Θεών κι αλίμονο σε όποιον είχε την ατυχία να βρεθεί στο διάβα τους.
Τα κορίτσια γύρισαν προς την Αρίστη περιμένοντας με αγωνία να ακούσουν τη συνέχεια της διήγησης.
-Το λοιπόν η γιαγιά μου, συνέχισε ,άκουσε θρόισμα μέσα στα κλαδιά και τότε η Νικοτέλέια εμφανίστηκε γυμνή σαν μαινάδα μέσα στο φεγγαρόφωτο. Τα μαλλιά της ήταν ξέπλεκα  και γύρω της χορεύανε και σκούζανε ένα σωρό τραγόμορφοι Σάτυροι. Έκαναν τα όσα δεν πάει το μυαλό σας, όργια  που δεν τόλμησε η γιαγιά μου να μου τα πει ,ήμουν και πιο  μικρή τότε που μου έλεγε την ιστορία.
Σε μια στιγμή ακούστηκε μεγάλη φασαρία και βρόντος, κλαδιά που σπάζανε και πέτρες που κυλούσαν μέσα στα σκοτάδια. Οι σάτυροι χαθήκανε στα σκοτάδια και πρόβαλε ένας τεράστιος δράκος από μια σπηλιά πιο δίπλα που ήταν σκεπασμένη με κλαδιά και ΄πέτρες και δεν την είχε απο τη αρχή παρατηρήσει η γιαγιά μου. Το τέρας είχε κορμί φιδιού ,μα από τη μέση και πάνω ήταν άνθρωπος, όμορφος άνδρας  μα και τρομακτικός σαν τα ξόανα των θεών. Η γιαγιά μου κρύφτηκε πίσω από έναν πεσμένο κορμό κι έμεινε ακίνητη  πέτρωσε πες καλύτερα από το φόβο της καθώς τους είδε να αγκαλιάζονται και το φίδι να τυλίγεται γύρω απ το κορμί της Νικοτέλειας .
-Και μετά λοιπόν τι έγινε ;
Η ιστορία είχε φτάσει στην κορύφωση, τα κορίτσια είχαν αφήσει τα δρεπάνια και κοίταζαν με τα μάτια γουρλωμένα την Αρίστη που απολάμβανε αφάνταστα το ενδιαφέρον που ήταν για τούτη την ώρα στραμμένο πάνω της.
Τότε το έβαλε στα πόδια από το φόβο της, παράτησε γίδια και κοπάδι κι έφτασε με μια ανάσα στο χωριό .Ήταν σίγουρη ότι το θεριό θα είχε πνίξει τη Νικοτέλεια μα την άλλη μέρα τη συνάντησε ακέραια και ολοζώντανη ενώ πήγαινε στο χωράφι.
Μετά από εννέα μήνες από εκείνη την νύχτα –έλεγε η γιαγιά μου- γεννήθηκε ο Αριστομένης. Όποιος τον έβλεπε ,από μικρό που ήταν, καταλάβαινε ότι κάτι αλλιώτικο είχε επάνω του. Σίγουρα είναι γέννα δράκου.
Και κανείς εκτός απο τη γιαγιά μου  δεν ηξερε το μυστικό σμίξιμο της μάνας του με έναν δράκο.
-Πάντως τώρα το ξέρουν όλοι σχολίασε ειρωνικά μια από την παρέα ,άρα μάλλον η γιαγιά σου είχε την αδυναμία με σένα στο κουτσομπολιο η και στη διάδοση των φημών.
Πήγε να απαντήσει ανάλογα η Αρίστη χολωμένη από την κατηγορία αλλά έπεσαν απάνω οι άλλες και την πίεσαν να συνεχίσει,είχε φοβερό ενδιαφέρον η συζήτηση.
 -Για αυτό λες να 'ναι τόσο ρωμαλέος κι όμορφος ; Τυχερή είναι η Φρύνη είπε αναστενάζοντας μια λυμφατική πιτσιρίκα που όσο άσχημο ήταν το βλογιοκομμένο μούτρο της, τόσο πυρωμένο ήταν το μάτι της γεμάτο ζήλεια κι απορία μαζί. Μακάρι να έχουμε κι εμείς την τύχη της. Αλλά βλέπεις δεν είμαστε από το σόι μεγάλο για να μας κοιτάζουν άντρες σαν τον Αριστομένη.
Και η Φανώ εδώ πάρα δίπλα, η Φανώ λοιπόν ,η κόρη του Φάνα που είναι κι αυτή από σοι  ευγενικό, δεν έχει μυαλό για παντρειά παρόλο που ψώμωσε και τη λιμπίζονται όλοι στο χωριό. Κι ας τη ζητάει ο Θέοκλος που είναι μετά τον Αριστομένη ο πιο λαμπρός νέος της Ανδανίας .
Σταμάτησε για λίγο το αδιάλειπτο ανεβοκατέβασμα του δρεπανιού κι έδειξε με το αριστερό της χέρι που κρατούσε  ακόμα μια αδραξιά στάχυα, προς τα αριστερά.
Μια κοπέλα στην ίδια ηλικία περίπου με τις υπόλοιπες, δούλευε μόνη, απομακρυσμένη από την  υπόλοιπη παρέα. Κλεισμένη στο δικό της κόσμο δεν έδινε σημασία στα γέλια και τις ιστορίες τους. Ήταν η Φανώ η δεκαπεντάχρονη εγγονή του γέρο Δαμάτριου. Η Αρίστη έσκαγε που δεν μπορούσε να κεντρίσει το ενδιαφέρον της με τις συναρπαστικές ιστορίες της και δεν παρέλειψε να τη στολίσει με το πικρόχολο σχόλιό της:
-Το ξέρετε  ότι συναντιέται κρυφά με ένα Σπαρτιάτη;
Είπε σιγανά η κουτσομπόλα κοιτάζοντας προς το μέρος της Φανώς που συνέχισε να δουλεύει κλεισμένη στις σκέψεις της χωρίς να ξέρει τι κουβέντιαζαν για λόγου της.
Νομίζω ότι είναι ο Εμπέραμος ο γιος του Ευδαμίδα. Τώρα που έχει ενηλικιωθεί λένε ότι τον φέρνει ο πατέρας του κάπου κάπου στο χτήμα γιατί τον ετοιμάζει για κληρονόμο.
-Κοιτάξτε την που κάνει την χαμηλοβλεπούσα συνέχισε. Την είδα μια μέρα κοντά στα χαλάσματα της Ανδανίας της αρχαίας πόλης,  καθισμένη πάνω σε μια πέτρα και κρυμμένη πίσω από τους θάμνους. Ήταν λίγο μακρύτερα από την κατοικία των Σπαρτιατών. Δεν  κάθισα να παρακολουθήσω για πολύ ώρα αλλά σε λίγο ήρθε και κάποιος με πορφυρή χλαμύδα και κάθισε κάμποση ώρα δίπλα της. Ήταν Σπαρτιάτης σ’ αυτό δεν έχω καμιά αμφιβολία.
Δεν άκουσα βέβαια  τι έλεγαν , έπρεπε να φύγω γιατί αν με ανακάλυπταν ποιος ξέρει τι θα μπορούσα να πάθω από το Σπαρτιάτη. Εγώ τους βλέπω  αυτούς και κρύβομαι ,έχω ακούσει τόσες φοβερές ιστορίες ,ότι γυρίζουν λέει κρυφά τις  και σκοτώνουν τους δικούς μας κι αλίμονο σε όποιο κορίτσι βρεθεί στο διάβα τους.Το λιγότερο που έχει να χάσει είναι η τιμή της και τι να την κάνεις μετά μια ζωή ατιμασμένη και αποδιωγμένη ;
Κι όμως, αυτή η άμυαλη πήγε κι έμπλεξε με αυτή την φοβερή φάρα.
-Κι αν  δεν ήταν Σπαρτιάτης κι ήταν κάποιος δικός μας;Ρώτησε μια από παραδίπλα που άκουγε με περιέργεια.
-Μόνο οι Σπαρτιάτες φοράνε ρούχα με τέτοιο χρώμα. Είναι πορφύρα πανάκριβη ,που είναι αδύνατο να το πετύχεις με τις δικές μας βαφές. Λένε πως αυτή η βαφή κοστίζει ίσα σε βάρος με χρυσάφι.
-Πότε τους είδες,και τι έκαναν ρώτησε τρελή από περιέργεια μια από τη συντροφιά; Τα κεφάλια των κοριτσιών είχαν σχηματίσει ένα κλειστό κύκλο , προσπαθώντας να ακούσουν συναρπαστικές λεπτομέρειες από την Αρίστη.
Αυτό που σας λέω συνέβη πέρυσι, την εποχή που ήταν εδώ ο ιδιοκτήτης  με το γιο του, νομίζω ήταν όταν ήρθαν για να πάρουν το κρασί και να το στείλουν στη Λακεδαίμονα. Πάνε κάμποσα φεγγάρια από τότε. Όσο για το τι έκαναν σας είπα δεν μπόρεσα να δω και πολλά πράγματα …φοβήθηκα κι έφυγα .
-Κάθεστε και ακούτε τα ψέματα του ενός και του άλλου, είπε η Φρύνη που είχε επιστρέψει στο μεταξύ φέρνοντας το αγγείο με το νερό.  Και τι να μας νοιάζει εμάς τι κάνει η Φανώ και με ποιόν; Φαίνεται πως η καταλαλιά είναι οικογενειακή σας συνήθεια απευθύνθηκε αυστηρά στην Αρίστη. Όπως πριν λίγο- είμαι σίγουρη-σχολίαζες τον άνδρα μου και τις σαχλαμάρες που διασπείρει η γιαγιά σου για αυτόν έτσι και τώρα κακολογείς την Φανώ που δεν έχει πειράξει και κανένα στο κάτω κάτω.
-Για να μην την εμπιστεύεστε το λέω. Φως φανάρι είναι, πως έχει πουλήσει το κορμί της στους Σπαρτιάτες. Ίσως και να την πληρώνουν κι όλας ,ίσως και να είναι τίποτα κατάσκοπος και να καταδίδει τους δικούς μας, είπε με σφυριχτή φωνή η Αρίστη και έριξε ένα φονικό βλέμμα την Φρύνη, χολωμένη που της είχε χαλάσει την παράσταση.
Η Φρύνη κοίταξε προς την κατεύθυνση που δούλευε η Φανώ. Τη συμπαθούσε ιδιαίτερα γιατί ήταν ένα ξεχωριστό κορίτσι με μια σπάνια φυσική ευγένεια. Λίγο ονειροπαρμένη αλλά καλόψυχη  κι έντιμη όσο δεν έπαιρνε. Ήξερε ότι ενδιέφερε πολύ τον Θέοκλο έναν αγαπημένο φίλο και συνομήλικο του άντρα της του Αριστομένη. Είχε μάλιστα συμβάλει και η ίδια για να φέρει σε επαφή τις οικογένειές τους και να γίνει μια συμφωνία για το γάμο τους. Τα λόγια της Αρίστης την στενοχώρησαν και τη θορύβησαν συγχρόνως.
Γιατί ήξερε ότι η κακότροπη κουτσομπόλα είχε δίκιο.Και η ίδια η Φρύνη ειχε αντιληφθεί ότι η συμπεριφορά της Φανώς είχε αλλάξει από πέρισυ που ηρθε για λίγο καιρό στο χτήμα ο Εμπεραμος ο γιος του ιδιοκτήτη.
Και λυπόταν και για το Θεοκλο που την εκτιμούσε πολύ.Ο Θεοκλος ήταν από τα πιο αγαπητούς νέους στην Ανδανία .Είχε μια φυσική πραότητα και ψυχραιμία ενώ δεν υστερούσε σε τίποτα στη σωματική ρώμη και γενναιότητα. Γόνος κι αυτός  παλιάς Μεσσηνιακής οικογένειας με παραδοση στη μαντική ,θα γινόταν μάντης όπως οι προγονοί του. Είχε διδαχθει από τον παππού του που ήταν κι αυτός μάντης και γιατρός ένα σωρό τεχνικές για να ερμηνεύει του οιωνους και τα σφαχτά και ήξερε να αναγνωρίζει ένα πλήθος βότανα .Η Φανώ ειχε τραβήξει την προσοχή του από τότε που την είδε πρώτη φορά στις γιορτες της Κόρης στη Φιγαλεια. Ήταν μια κοινή γιορτή που την οργάνωναν Αρκάδες αλλα πηγαίναν και πολλοί Μεσσήνιοι γιατί το ιερό ηταν πανω στο ποταμι της Νεδας στα σύνορα με την Αρκαδία.Τον ειχε μαγέψει η ανεπιτήδευτη ομορφιά της και η ευγένεια της. Το  ίδιο μεσημέρι όταν τελείωσαν οι προσφορές, κάθισε ο Θεοκλος με τον Αρσιτομένη και τη Φρύνη να γευματίσουν ,δίπλα στις λίμνες που σχημάτιζαν οι καταρράχτες του Λυμακα που έριχνε τα νερά του στο φαράγγι της Νέδας. Έτρωγαν όλοι οι προσκυνητές, Μεσσήνιοι και Αρκάδες, από τα κρέατα των θυσιών και τους καρπούς, ψωμιά και φρούτα που ειχαν φερει προς τιμήν της θεάς. Ήταν ο Κάρνειος μήνας ,τα σταφύλια είχαν ωριμάσει και τα σύκα ηταν ακόμα άφθονα. Λίγο το  κρασί ,προσφορά των κατοίκων της Φιγαλειας που είχαν μεγάλη παραγωγή και συμπονούσαν τους γείτονες τους τους Μεσσήνιους για τα δεινά τους,λίγο τα τραγούδια και η εύθυμη διαθεση της γιορτής   ο Θέοκλος πήρε το θαρρος και , ζήτησε από τη Φρύνη να μυνήσει της Φανώς ότι τον ενδιασφερει για σοβαρό σκοπό. Έτσι σηκώθηκε η Φρύνη και τράβηξε την Φανώ από το χέρι και την έφερε στη δική της οκογενεια τάχα για να της δώσει μια κερύθρα μέλι  κι έγινε η γνωριμία με το Θεοκλο.
Μα και ο Θεοκλος γοητευσε την Φανώ εκεινη την ημερα. Στεκόταν διπλα στον ιερέα  στο πλαι του πατερα του και κοιταξε κι αυτός τα σπλάχνα οταν έγινε η θυσία.Ο τρόπος που τον αντιμετώπιζαν οι μεγαλύτεροι ,η σοβαρότητά του αλλα και ανδρεια στους προχειρους αγώνες της πάλης και του δρόμου, που εδιναν οι νεοι τις γιορτες ειχαν γοητευσει την Φανώ .
Μα να που τωρα ειχε κλεψει την καρδια της ενας άλλος.
Ενας ξενος  και μαλιστα από τη ρατσα του δυναστη.
Συνεπαρμένη από το ρυθμό της δουλειας κι αλαλιασμένη από το θανατερο λιοπυρι,η Φρύνη αποροφήθηκε μεσα σε μια κιτρινη θάλασσα από θερισμενα σταχυα ,εγινε η σκεψη της ένα με το δρεπάνι της που παλινδρομουσε ακαταπαυστα. Μονάχα καπου καπου το μητρικο της ένστικτο την έκανε να ρίχνει καμιά ματιά  κάτω από το δέντρο που κοιμόταν ανέμελο από τα βάσανα και τις έννοιες τούτου του κόσμου ο μικρός Γοργος το μωρό της.Κι έτσι πέρασε η ώρα έφτασε το μεσημέρι .
Η Φανώ όση ώρα δούλευε απομονωμένη στο σταροχώραφο δεν είχε ιδέα οτι κουβέντιαζαν για αυτή. Δούλευε απορροφημένη στη μονότονη δουλειά του θέρου και όχι δεν ήταν καθόλου λυπημένη, κάθε άλλο μάλιστα. Κι ας έδειχνε έτσι σε όσους την έβλεπαν,και νόμιζαν όπως το σκεφτικό υφος της οφειλόταν σε λύπη η μοναξιά…Σήμερα ηταν για αυτήν μια πολύ ξεχωριστη μέρα. Το βράδυ θα συναντούσε τον Εμπεραμο το γιο του Κυριου του κτήματος και η καρδιά της φτερούγιζε παράξενα όπως κάθε φορά που περίμενε να τον συναντησει.Η Φανώ μόλις που θυμάται ότι το ιδιο φτερακισμα ενοιωθε στα στηθια της και το ιδιο γαργάλισμα της αναστάτωνε τα λαγόνια όταν συναντούσε το Θεοκλο με το κοπαδι στις πλαγιές του βουνού στα Αρκαδικά συνορα της Μεσσηιας. Έχει ξεχάσει πως χαμήλωσε τα μάτια όταν της ζήτησε τυχαια ταχα κι αθώα λίγο νερό από το σταμνί που εφερνε από την πηγη στο καλύβι του πατερα της.Εχει ξεχάσει ακόμα και τη γνωριμία τους στη γιορτη της Δήμητρας στη Νέδα.Γιατι ετούτο το καλοκαίρι πήρε κάποιος άλλος τη θέση του φτωχού Μεσσήνιου Θεοκλου  στην καρδιά της.Κι αυτός είναι ο  Εμπεραμος  ο γιος του ιδιοκτήτη.