Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Διαγώνισμα Φυσικής (flash fiction διήγημα)

Ο Γέρος (flash fiction διήγημα)



Ο  Γέρος 


Η φωτιά ξεκίνησε μάλλον από βραχυκύκλωμα στο καινούριο ψυγείο.
Μέσα σε λίγα λεπτά το σπίτι έγινε κάρβουνο, έμειναν μόνο οι πέτρινοι τοίχοι και μερικά χοντρά δοκάρια που σιγόκαιγαν.
Ο γέρος το έμαθε τελευταίος όταν κατέβηκε από τα βοσκοτόπια της Πεντέλης τραβώντας ανέμελος ένα τραγί .
Κοίταξε τα εγγόνια ,τις νύφες, τους γείτονες που μοιρολογούσαν γύρω από τους καρβουνιασμένους κόπους του και έβγαλε από τη κωλότσεπη την ακονισμένη λάμα που έσερνε πάντα μαζί του στο βουνό.
 Έσφαξε το τραγί στο γόνατο και πρόσταξε:
-Ψήστε το εδώ, στα καμένα. Δεν κλαίμε για τελειωμένα πράματα. Από αύριο αρχίζουμε ξανά.
 Έστριψε αργά τσιγάρο ,άναψε από ένα πορτόφυλλο που σιγόκαιγε και φύσηξε με βία τον καπνό κατά τα φώτα της Αθήνας που έλαμπαν αδιάφορα στον ορίζοντα.



*Η συγκεκριμένη ιστορία εχει ως βάση πραγματικό γεγονός που συνέβη περι το 1980 σε αρβανιτοχώρι της Αττικής


Το σποράκι ( flash fiction διήγημα)


τ



Το σποράκι 


Τον συνάντησε τη νύχτα που μανιασμένοι στρατιώτες έσπαγαν τις πόρτες και βίαζαν τα κορίτσια πριν τα αποτελειώσουν με τις ξιφολόγχες. Ήταν ένας από αυτούς αλλά δεν ήταν ίδιος με αυτούς. Την άρπαξε από τα χέρια ενός εξαγριωμένου όχλου που την έσερνε προς τους γκρεμισμένους τοίχους μιας αποθήκης. Έφραξε με το σώμα του το δρόμο σε αυτούς που ζητούσαν να την πάρουν πίσω .Ήταν όμορφη, ήταν νέα και ήταν το τρόπαιό τους.
- Δίψασαν το βράδυ στο καταφύγιο όταν από πάνω βροντούσαν οι βόμβες των δικών της. Αυτή έβγαλε από τον κόρφο της ένα ροδάκινο μεινεμένο από τον καιρό της ξενοιασιάς. Το μοιραστήκαν στα δυο . Ένα μονάχο ροδάκινο.
-Θα κρατήσω το σποράκι για γούρι.της είπε γελώντας και το έβαλε στην τσέπη του τζάκετ κι όταν περάσουν οι ώρες της οργής θα ξαναγυρίσω.
Τον έχασε την επόμενη όταν οι δικοί της πήραν πίσω την πόλη.

Χρόνια πολλά μετά είδε μια ροδακινιά έξω από τη μάντρα του νεκροταφείου. Ήταν φορτωμένη ώριμους καρπούς.
-Δεν ξέρω πως φύτρωσε μα μεγαλώνει γρήγορα γιατί τρώει από τους νεκρούς του εχθρού,είπε ο φύλακας. Δίπλα στη μάντρα τους χώσανε με τη μπουλντόζα τη μέρα που πήραμε πίσω την πόλη.

-Εδώ ήσουν τόσον καιρό λοιπόν ;
Αγκάλιασε τη ροδακινιά και χάιδεψε με στοργή το λείο κορμό της. Ο φύλακας κοίταζε παράξενα. Εχει γεμίσει από σαλεμένους πια ο τόπος… συλλογίστηκε και προχώρησε στη δουλειά του.