Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Ομιλία Γεωργίου Μαυροειδή στο Κρυονέρι Μεσσηνίας. Επέτειος τουρκικής εισβολής 1974 στην Κύπρο

Σεβασμιότατε!
Κύριοι εκπρόσωποι των σωμάτων ασφαλείας ,της πολιτείας και του Δήμου.
Αγαπητοί συγγενείς των νεκρών και αγνοουμένων και παλαίμαχοι πολεμιστές.
Αγαπητοί φίλοι.



Ήταν ξημέρωμα Σαββατου της 20ης Ιουλίου του 1974 όταν τη γαλήνη του καλοκαιρινού πρωινού  τάραξε ο θόρυβος από κινητήρες αεροπλάνων .
Όσοι από τους  κατοίκους της Λευκωσίας κοίταξαν προς το ύψωμα του Κιόνελι  -μια  οχυρωμένη περιοχή που κατοικούσαν Τουρκοκύπριοι – είδαν βαριά μεταγωγικά αεροπλάνα Dacota να αδειάζουν το φονικό τους φορτίο .Σε λίγο  ο ουρανός γέμισε αλεξίπτωτα και πάνοπλοι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές  έπεσαν στα χωράφια γύρω από το Τούρκικο χωριό ώστε να ενισχύσουν τη δύναμη του Τουρκοκυπριακού θύλακα  .
Την ίδια ώρα μακρινές βροντές ακούστηκαν πίσω από τον Πενταδάχτυλο. Ήταν τα κανόνια  των Τούρκικων πολεμικών πλοίων και οι  βόμβες των αεροπλάνων που βομβάρδιζαν τις Ελληνικές θέσεις γύρω από την Κερύνια.
Οι Τούρκοι έκαναν απόβαση στην ακτή Πεντεμίλι. Ο Αττίλας Ι είχε ξεκινήσει.

Χιλιάδες άνθρωποι δολοφονήθηκαν τις επόμενες μέρες και μήνες ,γυναίκες  και άμαχοι  κακοποιήθηκαν   και  εκατοντάδες χιλιάδες εκπατρίστηκαν από τη Γη και τα χωριά τους και έγιναν πρόσφυγες στα ελεύθερα μέρη της Κύπρου.

Η Ελληνική δύναμη Κύπρου η ΕΛΔΥΚ , η Εθνοφρουρά που στελεχωνόταν από Κύπριους στρατιώτες και Ελλαδίτες αξιωματικούς   οι καταδρομείς και άλλες μονάδες ανέλαβαν το καθήκον να προτάξουν τα στήθια τους στον εισβολέα και να υπερασπιστούν το έδαφος και τον πληθυσμό. Ηρωικές σκηνές εξελίχθηκαν πάνω στα υψώματα του Κιονελι ,στο στρατόπεδο της Ελδυκ , στις ακτές τις Κερυνιας και αλλού από αξιωματικούς και στρατιώτες πολλοί από τους οποίους βρίσκονται ανάμεσά μας σήμερα ,ενώ άλλοι μας θωρούν από την αιωνιότητα αφού εκείνες τις μέρες έπεσαν και οι πρώτοι νεκροί .
Μα  οι Τούρκοι κατάφεραν και εγκατέστησαν προγεφύρωμα στο Εξαμίλι που σταδιακά το ένωσαν με το Κιόνελι και άρχισαν να αποβιβάζουν πεζικό και τεθωρακισμένα εκμεταλλευόμενοι μονόπλευρα την κατάπαυση του πυρός.  Οι Έλληνες αγωνίστηκαν με μόνο οπλο το κουράγιο τους και  τον απηρχαιωμένο οπλισμό τους.




Από την δεύτερη  μέρα της Τουρκικής απόβασης σχεδιάστηκε η αποστολή βοήθειας στους αγωνιζόμενους στην Κύπρο.
Ο τραγικός κλήρος της θυσίας έπεσε στην Α Μοίρα καταδρομών που έδρευε στο Μάλεμε της Κρήτης. Σε αυτή τη μοίρα ανήκε και ο πατριώτης μας από αυτό εδώ το χωριό τη Σαρακινάδα , ο Παναγιώτης Γιαννόπουλος.
Ο Λοκατζήδες της Α Μοίρας  με τα δόντια σφιγμένα μπροστά στο επικείμενη συνάντηση με τη μάχη και το θάνατο επιβιβαστήκαν στα 20 μεταγωγικά Νοράτλας που τα πιλοτάριζαν εξίσου γενναίοι πιλότοι και αξιωματικοί της αεροπορίας.
Στη διαδρομή το αεροσκάφος αντηχούσε από τα τραγούδια  και στα μάτια των παλικαριών έλαμπε η αποφασιστικότητα, ήθελαν  να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους στη μάχη και να εφαρμόσουν εκείνα που ως μονάδα καταδρομών είχαν διδαχτεί με πολύν ιδρώτα στην εκπαίδευση.
Μα δεν ήταν γραφτό  για όλους να πατήσουν  ξανά το πόδι τους στη Γή.   

Όταν  τα ξημερώματα ,τα αεροπλάνα προσέγγισαν τον διάδρομο προσγείωσης της Λευκωσίας , καταιγισμός πυρών συντάραξε τη νύχτα ,τη νύχτα  που έγινε μέρα  από τις  λάμψεις των τροχιοδεικτικών και τις εκρήξεις των αντιαεροπορικών που έσκαζαν  γύρω από τα αεροπλάνα.

Τα βλήματα διαπερνούσαν τα τοιχώματα του αεροπλάνου και θέριζαν  τα κορμιά των  παλικαριών που έβρισκαν το θάνατο με το όνομα της πατρίδας στα χείλη.
Κάποια στιγμή το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε ο Ανθυπασπιστής Γιαννόπουλος και άλλοι καταδρομείς και πιλότοι άρπαξε φωτιά ,εξερράγη και κατέπεσε διαλυμένο σε συντρίμμια - ένα οι σάρκες με τα σίδερα.
Η τύχη τα έφερε κι επέζησε μόνο ένας από τους καταδρομείς ο οποίος μας μετέφερε το κλίμα μέσα στο ιπτάμενο φέρετρο μέχρι και την τελευταία στιγμή λίγο πρίν την έκρηξη.

Ας είναι αιώνια η μνήμη τους Καταδρομείς  και των αεροπόροι  που συνειδητά πήγαν  να σκοτωθούν για την προάσπιση της ζωή και της τιμής των Κυπρίων συμπατριωτών.

Τις επόμενες μέρες μέσα στην ανακατωσούρα  του πολέμου και τους καπνούς της μάχης τα σώματα ετάφησαν χωρίς  την πρέπουσα φροντίδα σε ένα κοινό τάφο μαζί με τα συντρίμμια του αεροπλάνου. Μόνο τελευταία  -μετά από πολλά χρόνια -τα λείψανα του Παναγιώτη Γιαννόπουλου και άλλων ταυτοποιήθηκαν και μεταφέρθηκαν στον πάτρια γη ,στο αγαπημένο του χωριό  συντροφιά   στη βασανισμένη μάνα του που για   χρόνια δεν είχε την ελάχιστη αλλά  λυτρωτική δυνατότητα να ανάψει ένα κερί ,να κάψει ένα θυμιατό στον τάφο παιδιού της.

Αναπαύσου  εν ειρήνη Παναγιώτη Γιαννόπουλε!
Ότι πολυτιμότερο είχες –τη μια ,τη μοναδική ζωή σου, τη ζωή των είκοσι χρόνων σου-την έδωσες. Τη χάρισες σε εμάς στην πατρίδα στην ελευθερία. Σε εμάς μένει να πράξουμε έτσι ώστε να μην πάει στράφι η  υπέρτατη προσφορά σου.
Να διατηρήσουμε τον τόπο μας  ελεύθερο και να δώσουμε τον αγώνα  ώστε να εκπληρωθεί και ο πόθος των Κυπρίων αδελφών μας για μια ελεύθερη ενιαία Κύπρο χωρίς την αποπνιχτική θηλιά του Αττίλα.

Γιατί το αγαθό της ελευθερίας δεν είναι αυτονόητο ούτε χαρίζεται σε κανέναν, θέλει «Αρετή και Τόλμη η Ελευθερία» όπως έγραψε ο ποιητής  (Κάλβος)  και όταν καίγεται  το σπίτι του αδελφού  -εν προκειμένω των Κυπρίων αδελφών μας-και βιάζονται τα δίκαια του, να σαι σίγουρος θα’ρθει η ώρα που θα προσβληθεί και το δικό σου σπίτι .

Είναι μεγάλο πράγμα να έχει κάνεις ελεύθερη πατρίδα ,ένα τόπο να σταθεί και να χτίσει το μέλλον το δικό του και των παιδιών του ,να εκφράσει ελεύθερα τις ιδέες του και να ασκεί τις παραδόσεις του. Ας κοιτάξουμε γύρω μας τώρα και στο παρελθόν ποια ήταν η τύχη των λαών που βρέθηκαν στο διάβα της ιστορίας χωρίς δική τους πατρίδα. Οι Αρμένιοι ,οι Κούρδοι και τόσοι άλλοι ,ακόμα κι εμείς οι Έλληνες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και οι Ελληνικοί πληθυσμοί  των ποντίων που παρέμειναν μέσα στο Οθωμανικό κράτος μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 ήταν πάντα έρμαια στις διαθέσεις του δυνάστη τους.

Τον Αύγουστο  ξεκίνησε ο δεύτερος Αττίλας που κατέληξε στην κατοχή του 38% του εδάφους της Κύπρου απο τον Τουρκικό στρατό .Οι Τούρκοι ενισχυμένοι με άρματα πεζικό και με αεροπορία επιτέθηκαν σε ολους τους τομείς.Και τότε οι Έλληνες στρατιώτες έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους και πολέμησαν μέχρι  που δεν είχε πια νόημα η αντίσταση.
Απο 14 εως 16 Αύγουστου γράφτηκε με αίμα και σίδερο η εποποιία της ΕΛΔΥΚ. Για τρείς μέρες τα παιδιά της ΕΛΔΥΚ στάθηκαν ακλόνητοι  με λιανοτούφεκα  Μ1 απέναντι στα τεθωρακισμένα του εχθρού με μόνο όπλο το θάρρος τους. Σε μια από αυτές τις μάχες του Αυγούστου ,χάθηκε και δεύτερος πατριώτης μας ο Παναγιώτης Ηλιόπουλος. Ο Παναγιώτης  Ηλιόπουλος γεννήθηκε στο διπλανό Αρτίκι και τελειώσε το σχολείο στην Κυπαρισσία. Είχε την ειδικότητα του πολυβολητή και  έπεσε πολεμώντας   στις 16  Αυγούστου στη μάχη του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ.  Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ και κατά τις πληροφορίες που έλαβαν οι δικοί του από άλλους επιζώντες μάλλον απανθρακώθηκε από την κόλαση φωτιάς των βομβών Ναπάλμ που έκαναν θερμοκρασίες τόσο υψηλές  που έλιωναν  ακόμα και τα μεταλλικά μέρη της στολής των νεκρών.
Εκείνες τις πικρές ημέρες  του Αυγούστου  αποδεκατίστηκε η Ελδύκ και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Έλληνες στρατιώτες. Το πόσο σκληρά πολέμησαν, φαίνεται από τις απώλειες.83 νεκρούς και αγνοούμενους σε σύνολο  318 ανδρών είχε η φρουρά του στρατοπέδου.

Μόνο τέσσερεις επέζησαν από τους 20 άνδρες του λόχου μηχανικού της μαζί στο θάνατο  και ο λοχαγός τους  ο Σταυριανάκος  μαζί και ο υποδιοικητής τους.
Έγραψε ο τοτε υποδιοικητής ,Αντισυνταγματάρχης Σταυρουλόπουλος ο οποίος πέθανε πρίν από δυο μήνες.

Η μάχη του στρατοπέδου της Ελδύκ ήταν μάχη σώμα με σώμα όπου γραφείς ,ταχυδρομικοί ,μάγειροι ,οδηγοί έδειξαν ότι ανεξαρτήτως ειδικότητας ο Έλλην στρατιώτης υπερέχει παρασάγγας σε ηρωισμό .
Όμως όλα έχουν τα όριά τους και αυτά τα όρια ξεπεράστηκαν προ πολλού.



Απευθυνόμενος στους επιζώντες πολεμιστές  και τραυματίες:
Τιμημένοι επιζώντες πολεμιστές της Κύπρου ,Ελδυκάριοι , καταδρομείς Εθνοφρουροί .
Είναι λυπηρό το ότι οι ιθύνοντες αυτού του τόπου  για πολλά χρόνια σας  περιφρόνησαν ,  προσπάθησαν  να κρύψουν  ποιος ξέρει για ποιες σκοπιμότητες τον ύστατο αγώνα σας και την προσφορά σας  .

Η πατρίδα δεν σας έδωσε αμοιβή ηθική και υλική αντάξια  της δικής σας προσφοράς. Γιατί προσφέρατε τα πολύτιμα νιάτα σας και την υγεία σας σωματική και ψυχική. Δυστυχώς αυτή είναι  διαχρονικά η μοίρα των γενναίων.
Η θυσία σας όμως κι εσάς και αυτών που έμειναν για πάντα εκεί  και λίπαναν το δέντρο της ελευθερίας  Κυπριακή  με το σώμα τους δεν πήγε χαμένη. Θα έρθει η ώρα που  το όνομά σας θα γραφτεί για πάντα με ανεξίτηλα γράμματα στις δέλτους της ιστορίας δίπλα στους μαχητές του Μανιακίου , δίπλα στους μαχητές του Μεσολογγίου και των Ψαρών γιατί κι αυτοί  δεν «λάκησαν» παρά στάθηκαν στον προμαχώνα   εγκαταλειμμένοι  και έδωσαν μέχρι τέλους τον αγώνα τους.

Όσο υπάρχετε εσείς  μαχητές της Κύπρου Ελλαδίτες και Κύπριοι είστε ζωντανά παραδείγματα για το ότι  οι ήρωες δεν είναι μονάχα πλάσματα της φαντασίας των λογοτεχνών ούτε υπάρχουν μόνο στα παραμύθια .Ήρωες υπήρξαν στην αληθινή ζωή , υπάρχουν και σήμερα ,άνδρες  και γυναίκες ,ικανοί να θυσιάζουν τα πάντα έτοιμοι  ακόμα και πεθάνουν ,για μια ιδέα .Την ιδέα της ελεύθερης πατρίδας .

Γιατί την ώρα που άλλοι μηχανογραφούσαν και σχεδίαζαν το πολιτικό τους μέλλον και την ταχτοποίηση τους, την ίδια εκείνη  την ώρα ,εσείς δίνατε την ύστατη μάχη, ισορροπούσατε ανάμεσα στην αρχέγονη ανάγκη του κάθε ζωντανού οργανισμού επιβίωση  και στο οδυνηρό καθήκον. Αγνοήσατε τη δελεαστική φωνή   που την ώρα της μάχης διατάζει: φύγε φύγε να σωθείς  και ακολουθήσατε τη φωνή του καθήκοντος που ψιθύριζε :
Μείνε !Πολέμα  κι ας  πεθάνεις .

Εικοσάχρονα παιδιά  που σας πήραν   από το χωράφι, απο τη σχολή, ,από τη δουλειά ,από  ξενοιασιά της παρέας για  να πολεμήσετε σε τόπο μακρινό  μέσα  σε ένα μπαρουτοκαπνισμένο όρυγμα, σώζοντας τη τιμή μιας πατρίδας που σας ξέχασε .Και ύστερα  ,όσοι γλιτώσατε ,με  φρέσκες  ακόμα τις πληγές  στην καρδιά και στο κορμί συνεχίσατε όρθιοι τη ζωή  χωρίς μεμψιμοιρίες.
Για αυτό είστε διπλά ήρωες .
Μένει εμείς  υπόλοιποι να εξοφλήσουμε το δικό μας χρέος απέναντί σε σας  κι απέναντι και σε εκείνους που δεν γύρισαν ποτέ  πίσω.

Έρρωσθε γενναίοι!

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Διαγώνισμα Φυσικής (flash fiction διήγημα)

Ο Γέρος (flash fiction διήγημα)



Ο  Γέρος 


Η φωτιά ξεκίνησε μάλλον από βραχυκύκλωμα στο καινούριο ψυγείο.
Μέσα σε λίγα λεπτά το σπίτι έγινε κάρβουνο, έμειναν μόνο οι πέτρινοι τοίχοι και μερικά χοντρά δοκάρια που σιγόκαιγαν.
Ο γέρος το έμαθε τελευταίος όταν κατέβηκε από τα βοσκοτόπια της Πεντέλης τραβώντας ανέμελος ένα τραγί .
Κοίταξε τα εγγόνια ,τις νύφες, τους γείτονες που μοιρολογούσαν γύρω από τους καρβουνιασμένους κόπους του και έβγαλε από τη κωλότσεπη την ακονισμένη λάμα που έσερνε πάντα μαζί του στο βουνό.
 Έσφαξε το τραγί στο γόνατο και πρόσταξε:
-Ψήστε το εδώ, στα καμένα. Δεν κλαίμε για τελειωμένα πράματα. Από αύριο αρχίζουμε ξανά.
 Έστριψε αργά τσιγάρο ,άναψε από ένα πορτόφυλλο που σιγόκαιγε και φύσηξε με βία τον καπνό κατά τα φώτα της Αθήνας που έλαμπαν αδιάφορα στον ορίζοντα.



*Η συγκεκριμένη ιστορία εχει ως βάση πραγματικό γεγονός που συνέβη περι το 1980 σε αρβανιτοχώρι της Αττικής


Το σποράκι ( flash fiction διήγημα)


τ



Το σποράκι 


Τον συνάντησε τη νύχτα που μανιασμένοι στρατιώτες έσπαγαν τις πόρτες και βίαζαν τα κορίτσια πριν τα αποτελειώσουν με τις ξιφολόγχες. Ήταν ένας από αυτούς αλλά δεν ήταν ίδιος με αυτούς. Την άρπαξε από τα χέρια ενός εξαγριωμένου όχλου που την έσερνε προς τους γκρεμισμένους τοίχους μιας αποθήκης. Έφραξε με το σώμα του το δρόμο σε αυτούς που ζητούσαν να την πάρουν πίσω .Ήταν όμορφη, ήταν νέα και ήταν το τρόπαιό τους.
- Δίψασαν το βράδυ στο καταφύγιο όταν από πάνω βροντούσαν οι βόμβες των δικών της. Αυτή έβγαλε από τον κόρφο της ένα ροδάκινο μεινεμένο από τον καιρό της ξενοιασιάς. Το μοιραστήκαν στα δυο . Ένα μονάχο ροδάκινο.
-Θα κρατήσω το σποράκι για γούρι.της είπε γελώντας και το έβαλε στην τσέπη του τζάκετ κι όταν περάσουν οι ώρες της οργής θα ξαναγυρίσω.
Τον έχασε την επόμενη όταν οι δικοί της πήραν πίσω την πόλη.

Χρόνια πολλά μετά είδε μια ροδακινιά έξω από τη μάντρα του νεκροταφείου. Ήταν φορτωμένη ώριμους καρπούς.
-Δεν ξέρω πως φύτρωσε μα μεγαλώνει γρήγορα γιατί τρώει από τους νεκρούς του εχθρού,είπε ο φύλακας. Δίπλα στη μάντρα τους χώσανε με τη μπουλντόζα τη μέρα που πήραμε πίσω την πόλη.

-Εδώ ήσουν τόσον καιρό λοιπόν ;
Αγκάλιασε τη ροδακινιά και χάιδεψε με στοργή το λείο κορμό της. Ο φύλακας κοίταζε παράξενα. Εχει γεμίσει από σαλεμένους πια ο τόπος… συλλογίστηκε και προχώρησε στη δουλειά του.