Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Ο Πλάτανος της Αρκαδιάς και η Ελένη Χαμέρη (Διήγημα)

Τετάρτη, 23 Μαρτίου 2016


Ο Πλάτανος της Αρκαδιάς και η Ελένη Χαμέρη
Διήγημα
Γιώργος Μαυροειδής 2016
Ανεβαίνοντας το καλντερίμι που οδηγεί από την πλατεία της Αρκαδιάς στο παλιό Κάστρο και λίγο πριν φτάσουμε στην πύλη , στέκει ένα μεγάλο και σκιερό πλατάνι.Δεν ξέρει κανείς την ηλικία του,λένε πως είναι πολύ παλιό ,από τον καιρό των Τούρκων και ακόμα παλιότερο.
 Ο Πλάτανος της Αρκαδιάς,ετσι έλεγαν παλιά την
 Κυπαρισσία κι ακόμα έτσι την
 ονομάζουν
 με νοσταλγία οι ντόπιοι.

Αυτό το πλατάνι αντίκριζε κάθε πρωί  που ξύπναγε η Ελένη, η  όμορφη κόρη του  Χαμέρη, καθώς αγνάντευε το κάστρο απο το παραθύρι της. Ο γιατρός Χαμέρης ,ο πατέρας της  είχε χτίσει το αρχοντικό του λίγα μέτρα παρακάτω από το κάστρο.
Ηταν  αρχοντικός ο μαχαλάς, σ' αυτήν  γειτονιά  της Αρκαδιάς έμεναν μόνο οι ισχυροί Τούρκοι και πλούσιοι Έλληνες .
Έβγαινε η Ελένη στα καφασωτά παράθυρα πάνω από το ξύλινο λιακωτό κι αγνάντευε την κίνηση του δρόμου.Και είχε μεγάλη κίνηση  όλες τις ώρες αυτός ο δρόμος .Περνούσαν συχνά έμποροι που σέρνανε πίσω τους μουλάρια φορτωμένα  τόπια με ακριβά υφάσματα φερμένα άλλα από τη Φραγκιά κι άλλα από την Ανατολή  .Τα κοίταγε η Ελένη και λιγωνόταν,τι τσόχες ,τι αλατζάδες και αμπάδες...Είχε αμπατζήδες καλούς η Αρκαδιά μα τα κομμάτια που έφερναν οι πραματευτές 
από τα ξένα ήταν αριστουργήματα   που τέτοια στο Μοριά δεν έβρισκες.

  Σαν γύριζε ο πατέρας της από την αγορά και  άκουγε τα βήματά του   βαριά στην ξύλινη σκάλα, ανακάτευε η Ελένη τη χόβολη κι ετοίμαζε τον καφέ του. Είχανε δούλα  βέβαια στο  σπίτι μα ο Χαμερης τον ήθελε τον καφέ του απ' τα χέρια της σουλτάνας του. Κι ύστερα μόλις άρχιζε να φουσκώνει  έγερνε  αργά,προσεχτικά  το χάλκωμα και του σέρβιρε τον καφέ στο χοντρό φλιτζάνι .
Τότε ήταν η κατάλληλη ώρα για χατίρια. 
Έλεγε  η Ελένη τάχα μου αδιάφορα:
-Πέρασε ένας εμπορευόμενος το πρωί  με δυο μουλάρια φορτωμένα τόπια  υφάσματα και φορέματα μεταξωτά. Και είχε πατέρα  ένα μεταξωτό από την Προύσα άλλο πράγμα, άστραφτε  όχι σαν τα δικά μας τα δευτερότερα που φέρνουν απ τη Καλαμάτα ...

Από τούτον τον οντά αγνάντευε η Ελένη
την κίνηση στην αγορά και στο καλντερίμι
 που οδηγούσε στο κάστρο.
Δεν της χάλαγε την καρδιά ο Χαμέρης, είχε τον τρόπο, του,γιατρός ήταν ,από τους λίγους στην περιφέρεια της Αρκαδιας. Κατέβαινε στο Σταυροπάζαρο , έβρισκε το έμπορο και της το'κανε το χατήρι.
 Άλλοτε περνούσαν γυρολόγοι από τη Ήπειρο ή τη Βλαχιά ακόμα, που διαλαλούσαν  βελόνια και νήματα,  βαμμένα με φωτεινά  χρώματα.Αυτά ήταν για τα κορίτσια του λαού που έπρεπε να υφανουν τα προικιά τους με τα  χέρια  τους στον αργαλειό ,η κόρη του  Χαμέρη δεν ήταν ανάγκη να γνέθει και να υφαίνει  .
Τούτο το θορυβώδες  πέρασμα των γυρολόγων και των πραματευτών έδινε μια ανατολίτικη ζωντάνια στο καλντερίμι και σαγήνευε την Ελένη   . Ζήλευε καθώς έβλεπε τις λαϊκές  κυράδες και τις  κοπέλες  που περικυκλώνανε τους πραματευταδες ,παζαρεύοντας  την πραμάτεια ,ψηλαφίζοντας τις κούκλες -έτσι λέγανε τις μάλλινες κουλούρες με το νήμα -κι όλο γελούσανε με σχόλια και πειράγματα. Μα αυτής δεν της επέτρεπε η θέση της ,η κόρη του γιατρού ,να γυρίζει έτσι χωρίς                                                                              λόγο στους δρόμους παρέα  τις τσούπες του λαού.
Το θεωρούμενο ως σπίτι του Χαμέρη.
Κάμποσες φορές μέσα στη διάρκεια της  ημέρας ο δρόμος αντηχούσε από το βαρύ θόρυβο που κάνει το καρφοπέταλο καθώς χτυπάει την πέτρα του λιθόστρωτου. Περνούσαν καβάλα οι αξιωματούχοι  Τούρκοι  ,Μπέηδες και Κεχαγιάδες που πηγαίνανε κατά τα σπίτια του κάστρου και τα κτήρια της διοίκησης .Τότε ο κόσμος λούφαζε πίσω απ τους ίσκιους των ισόγειων καταστημάτων και οι γυναίκες που γεμίζανε τα σταμνιά  τους στην Παζαρόβρυση,  σήκωναν  το κεφαλομάντηλο και έσκυβαν το κεφάλι ταπεινά. Έπαυαν τότε  οι  συζητήσεις και τα ευτράπελα μεχρι να σβήσει ο αχός απο το πέρασμα των αφεντάδων και ζωντάνευε πάλι με τούτα το περάσματα   ο βράχνας  της σκλαβιάς που αιώνες στοίχειωνε τη ζωή των Χριστιανών.
Τότε τραβούσε και η Ελένη την κουρτίνα και παραμέριζε  μακρυά απ το παραθύρι, μην τύχει και τραβήξει την προσοχή κανενός Τούρκου. Έτσι  την είχε ορμηνέψει η μάνα της, γιατί ήταν γνωστή η ομορφιά της ,όχι μόνο στο δικό της μαχαλά μα σ' ολόκληρη την πολιτεία κι έπρεπε να ειναι προσεχτικοί.
 Ο Τούρκος ειναι ασύδοτος Ελένη ...αφέντης είναι κι ό,τι ποθεί το αρπάζει ,λουλούδι είναι το κόβει ,κορίτσι είναι, το παίρνει έλεγε η νόνα της  ,κι οι Χαμέρηδες τ' αγαπούσαν το κορίτσι τους και δεν θέλανε να τη δουν αλλόθρησκη να χάσει την ψυχή της, τη θέλανε δίπλα τους να την καμαρώνουν και όταν θα'ρχόταν  η ώρα με το καλό να τη δώσουν σε ένα καλό παλικάρι, ρωμιόπουλο που το 'χαν διαλεγμένο κι όλας και  με το οποίο την  λογοδοσμένη στα κρυφά.
Η Παζαρόβρυση λιγο παρακάτω από
το σπίτι του Χαμέρη.
 Λίγα μέτρα παρακάτω από το σπίτι  των Χαμέρηδων ήταν και στέκει ακόμα ,η Παζαρόβρυση.  Εκεί αντάμωναν οι γυναίκες της Αρκαδιάς κι εκεί γίνοταν το μεγαλύτερο ως γνωστόν κουτσομπολιό. Όλοι είχαν να λενε για την ομορφιά της Χαμεροπούλας,Κρυφά φθονούσαν οι κοπελιές τα κάλη της  και καμιά φορά τη γλωσσοτρώγανε κιολας που είχε όλα τα καλά και πλούτο κι ομορφιά .
Τα παλικάρια έστρεφαν το βλέμμα με την ελπίδα  να την ειδουν  να στέκει πίσω απ το παράθυρο  της,καθώς περνούσαν απ το καλντερίμι για να πάρουνε το δρόμο με τα μουλάρια  τους φορτωμένα για τα κοντινά χωριά. Μα ξέρανε ,ήταν πια γνωστο-δε έμενε τίποτα κρυφό στις ρούγες της Αρκαδιάς- πως η καρδιά της Ελένης ηταν δοσμένη σε ένα παλικάρι από την Κυπαρισσία, Αυγερινό τον έλεγαν , κι αυτόν λαχτάραγε η ψυχή της.
Μα μια μέρα ο Τουρκος διοικητήςτης πόλης,ο Βοεβόδας της Αρκαδιάς,καθώς περνουσε με τη συνοδεία του  καβάλα στο μαύρο φαρί του,  πρόσεξε την Ελένη  που έστεκε ανυποψίαστη για τα μελλούμενα ,μπροστά από την πόρτα του  αρχοντικού της και χάζευε την κίνηση στην Παζαρόβρυση. Ο σείζης του που πέρναγε συχνά απο το καλντερίμι και κουβέντιαζε με του Ρωμιούς, τον είχε ενημερώσει ότι κάποιο όμορφο λουλούδι αμύριστο ακόμα βλάσταινε κάπου τριγύρω από το σεράι του και ο Βοεβόδας  από καιρό γύρευε την ευκαιρία να την συναντήσει.Μόλις την είδε και την εξέτασε από την κορφή ως τα νύχια με το λάγνο βλέμμα του...
- Ά
φεριμ!  ψιθύρισε στο σείζη του που βαδιζε καβάλα κι αυτός δίπλα του,  
δεν έχεις άδικο , είναι όμορφη, αλήθεια αυτή η Ρωμιά ,άξια να στολίσει το χαρέμι μου. Έτσι η ομορφιά της Ελένης του άναψε μεγάλο πόθο και  ζήτησε  από τον πάτερα της να του τη στείλει στο κάστρο να την παρει κι αυτή παλακιδα στο Κονάκι. 
Μα η Ελένη δεν τον ήθελε .Αρνιόταν   την πρόταση του Τούρκου όχι μόνο γιατί ήταν δοσμένη αλλού η καρδιά της αλλά και γιατι δεν ήθελε να αλλάξει την πίστη της και να γίνει Μουσουλμάνα.Κι αυτή τη δικαιολογία χρησιμοποίησε στην αρχή για να αποκρούσει την πρόταση του χωρίς να τον προσβάλει και να τον εξαγριώσει. Επειδή φαίνεται ότι υπήρχε νομικό  κώλυμα στο θέμα αυτό και με το ζόρι δεν μπορούσε ο Βοεβόδας να την κάμει να αρνηθεί τη Χριστιανική της πίστη, μηχανεύτηκε  ένα σχέδιο. Έστειλε και παρακάλεσε στην Κωνσταντινούπολη να του δώσει ο Σουλτάνος  την άδεια να παίρνει γυναίκα  χωρίς προηγουμένως να ασπάζεται  αυτή το ισλάμ*.

<<Όπου αγαπάει να παίρνει ,
να παίρνει ο Τούρκος τη Ρωμιά ρωμιος την Τουρκοπούλα>>
έτσι μας μετέφερε αυτό το γεγονός το δημοτικό τραγούδι που τραγουδιέται ακόμα στα πανηγύρια της Αρκαδιάς,
Κι αφού είδε ο Βοεβόδας ότι ούτε με το καλό δεν γίνεται να την κάνει δική του ,ούτε με το νόμο,την έκλεισε ποιος ξέρει με ποιαν κατασκευασμένη αφορμή μες τα μπουντρούμια του κάστρου .Την απείλησε ότι θα τη δικάσει και θα την κρεμάσει αν δεν παραδοθεί σ αυτόν.Μα η Ελένη δεν άλλαξε γνώμη κι όσο οι Τούρκοι τη παιδεύανε τόσο εκείνη πείσμωνε , ώσπου μια μέρα απηύδησε ο Τούρκος κι έδωσε εντολή να τη δικάσουν. Τότε οι Τούρκοι δίκαζαν με τη Σαρία όπως καληωρα στις μέρες μας δικάζουν  στις ισλαμικές χώρες της Ανατολής.
Έτσι μια μαύρη μέρα ,ένα κακορίζικο πρωί βγήκε ο ντελάλης και φώναξε σε κάθε δρόμο και σοκάκι της πολιτείας,  ότι ο Διοικητής προστάζει να μαζευτεί όλος ο κόσμος της Αρκαδιάς, Ρωμιοί και Τούρκοι μπροστά στο Πλάτανο του Κάστρου. Έκλεισαν τα καταστήματα οι  Έλληνες τεχνίτες και οι έμποροι ,άδειασαν οι καφενέδες από Τούρκους που παράτησαν τους αργιλέδες  να σιγοκαίνε  και γέμισε η πλατεία από ανθρώπους, περίεργους να μάθουν τι τάχα ήταν το σημαντικό που έπρεπε να ακούσουν από τη διοίκηση.
Μια θηλιά απο χοντρό σχοινί που κρεμόταν σε ένα κλαδί του μεγάλου Πλάτανου ,στο πλάι της Πύλης τους προϊδέασε ότι για  την δημόσια εκτέλεση κάποιου  κακούργου ήταν η φασαρία    ...δεν βαριέσαι ψιθύρισαν μερικοί  , άλλωστε τέτοια γεγονότα σκόρπαγαν κομμάτι την αβάσταχτη μονοτονία της καθημερινότητας. Ισως πάλι να κρέμαγαν κανένα Κλέφτη από εκείνους που τριγύριζαν στα βουνά και χτυπούσαν  τα Τούρκικα κονάκια των Μπέηδων στα χωριά και τα καραβάνια που πηγαίναν με φόρους και δοσίματα  στην Τριπολιτσά . Έπιαναν καμιά  φορά οι Τούρκικες παγάνες  τέτοιους ατίθασους Ρωμιούς οπού τους λέγαν κλέφτες μα στην συνείδηση του λαου οι Κλέφτες φάνταζαν  παλικάρια που αψηφούσαν την εξουσία   και βγαίναν στο κλαρί και στους κινδύνους της κλέφτικης ζωής.
Σαν είδε ο Βοεβόδας οτι συνάχθηκε πλήθος πολύ έστειλε  δυο γενίτσαρους -απο αυτούς που ειχε φέρει μαζί του απο την Πόλη τον καιρό που διορίστηκε Διοικητής στην Αρκαδιά- κι έσυραν  μέσα από την πύλη του κάστρου ένα ανθρώπινο σουλούπι .  Γυναίκα έμοιαζε  όταν κοίταξαν καλύτερα μα μια  γυναίκα πολύ βασανισμένη  και κακοπερασμένη  ποιος ξερει απο τι μαρτύρια.
Μα σε λίγο μεγάλο σούσουρο απλώθηκε στην ομήγυρη,η Ελένη ειναι είπανε η Ελένη του Χαμέρη που είχανε μέρες να τη δούνε καθώς την είχε πάρει ο Βοεβόδας στο κάστρο. Σαν την είδανε, μυστικά  μετάνιωσαν μερικοί από τους Αρκαδιανούς ,για τις άδικες  κατηγόριες που της  είχανε φορτώσει  από την ώρα που την είδαν να περνάει  αγέρωχη την πύλη του Κονακιού... Λέγανε  οι κακές οι γλώσσες πως πέρναγε καλά κι έκανε  ακολασίες  και προστυχιές πως γλένταγε  ανέμελη στο χαρέμι με τους Τούρκους και δωστου την ξομπλιάζανε με χίλια μύρια κουτσομπολιά  . Και να τώρα που όλα ήταν ψέμματα κι όλοι είδαν την Ελένη μετά από καιρό βγαλμένη από τα σκοτάδια του κάστρου να αρνείται για τελευταία  φορά την προσφορά του Βοεβόδα. 
-Θα γίνεις γυναίκα μου Ελένη να σε γεμίσω μάλαμα και να σε έχω σαν  σουλτάνα;
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά η κόρη και στα μάτια της έλαμψε  η πίστη στην απόφασή της.
Έβγαλε τότε ο Κατής το Κοράνι ,διάβασε το στίχο που άρμοζε στην περίσταση κι έβγαλε την απόφαση .
-Η παίρνεις τον Τούρκο ή κρεμάλα.
Κι η Ελένη δεν λύγισε, κρεμάλα καλύτερα παρά να γίνω χανούμισσα στο χαρέμι σου Βοεβόδα.
Ο Κατής έκανε ακόμα μια προσπάθεια να την πείσει και ψιθύρισε με κάτι λίγα ρωμαίικα που ήξερε: -πες ναι χανούμ , πες ναι για  να γλιτώσεις το κεφάλι σου  και να  χαρεί ο πατέρας σου που θα σκάσει με το χαμό σου... 
Καταλάβαινε  ο Τούρκος το άδικο  του πράγματος αλλά δεν ήθελε να τα βάλει και με τον Βοεβόδα που κατά πως έδειχναν τα πράγματα, είχε μεγάλα  τα μέσα στην Υψηλή Πύλη . Ετσι χωρίς 
  άλλη καθυστέρηση ο Κατής έδωσε τη διαταγή για την εκτέλεση.
Η Ελένη, έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι της που θα 'μενε έρμο κι ορφανό ,χαιρέτησε με τα μάτια τους δικούς της και αφέθηκε στα χέρια του Μπόγια. Λίγο μετά άφηνε την πνοή της η Όμορφη Ελένη της Αρκαδιάς κρεμασμένη στα κλαδιά του πλάτανου που στόλιζε τη γειτονιά της .
Η γειτονιά της Ελένης Χαμέρη οπως ήταν στο πρόσφατο παρελθόν.
Σήμερα ονομαζεται οδος Ελένης Χαμέρη.

*Επι Τουρκοκρατίας δεν ήταν γενικά υποχρεωτικό για μια γυναίκα να ασπαστεί το Ισλάμ για να γινει σύζυγος ενος Μουσουλμάνου,αλλά αφού το μετέφερε ετσι η παράδοση το περιστατικό ας το δεχτούμε χωρίς να το πολυσκαλιζουμε. Το ίδιο δεν ίσχυε φυσικά για τους άντρες, ήταν αδιανόητο Χριστιανός να νυμφευθεί μουσουλμάνα.


*Κάποιοι λαογράφοι αναφέρουν ότι η μητέρα της Χαμέρη ήταν  εκχριστιανισμένη Μουσουλμάνα. Τέτοιου είδους θρησκευτική μεταστροφή είναι αδύνατη έως και σήμερα στις μουσουλμανικές χώρες  και απολύτως αδιανόητη την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Ελάχιστες εξαιρέσεις  υπήρξαν στα μέρη που έζησαν ενδιάμεσα  εποχές Ενετοκρατίας (όπως η Τριφυλία αλλά και η Πάργα που αναφέρεται ως πατρίδα των Χαμέρηδων).Τότε είναι πιθανόν Μουσουλμάνοι που κατοικούσαν σε περιοχή που βρέθηκε ξαφνικά σε χριστιανική επικράτεια να εκχριστιανίστηκαν για τους δικούς τους λόγους.

*Αλατζάς: βαμβακερό, ριγωτό ύφασμα ,από το τουρκικό alaca (παρδαλός)

*Αμπατζής: ο κατασκευαστής  ή ο πωλητής ρούχων από αμπά ,χοντρό μάλλινο ύφασμα -τσόχα.  

*Καδής: Ο διορισμένος δικαστής. Σε κάθε επαρχία υπήρχε ένας καδής , διοριζόμενος από τον Καζασκέρη  της Ρούμελης , από την τάξη των γραμματισμένων. Κατείχε τη θέση του από 6 έως 12 μήνες, και σπανίως έως 18. Δίκαζε, ανεγκλήτως όλες τις πολιτικές και εμπορικές υποθέσεις κάθε είδους και βαθμού.  Ο καδής  είχε επιπλέον το δικαίωμα να ακούει τα παράπονα των πολιτών και να τα εκθέτει στις αρχές, να εξετάζει τις φορολογικές υποθέσεις και να ελέγχει απάτες ή καταχρήσεις με ειδικό έγγραφό του προς τον πασά.

*Βοεβόδας: Ο βοεβόδας διορίζονταν από την Πύλη αλλά μετά από ψήφισμα του τελευταίου Σουλτάνου ο διορισμός του γίνονταν από τους τοπικούς πασάδες .Ο βοεβόδας εισέπραττε χαράτσι  (ή κεφαλιάτικο), ακολουθούσε τις οδηγίες του πασά,  εκτελούσε τις αποφάσεις του καδή  και ενεργούσε σύμφωνα με τις απαιτήσεις των κοτζαμπάσηδων,  ως προς την εσωτερική αστυνόμευση ή την είσπραξη των δοσιμάτων. Για κάθε πώληση γης είχε το δικαίωμα να εκδίδει το αποκλειστικό κυρωτικό έγγραφο, που ονομάζονταν ταπί. Η θητεία του ήταν ετήσια.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου